''Τελειότατη κοινωνία ονομάζω αυτήν, όπου έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία, έχουν εκλείψει οι προσωπικές διαφορές και έχουν εξαφανιστεί οι έριδες και οι φιλονικίες. Είναι η κοινωνία όπου όλα είναι κοινά. Οι πολλοί είναι ένας και αυτός ο ένας δεν υπάρχει μόνος του, αλλά ζει μέσα στους πολλούς''
Μ. Βασιλείου, Ασκητικές Διατάξεις

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Η ευγονική του Ροκφέλερ, του Χίτλερ και του «δρ» Μένγκελε, ξανά στο προσκήνιο από την Χρυσή Αυγή (Video)





Με αφορμή  την εκμπομπή – ρεκλάμα  του «αντιμερκελιστή»  Τράγκα , ξαναφέρνουμε  στα μάτια  ειδικά  όσων είναι  Ορθόδοξοι  χριστιανοί , την αληθινή εικόνα του αντίχριστου  «πολιτικού μορφώματος» της Χ.Α.

Όσοι λοιπόν  πίστεψαν ότι αυτοί  οι θεατρίνοι του Άδη , είναι οι προστάτες  ή οι υπερασπιστές της Ορθοδοξίας , ας δούν και αυτό το Video  και ας αναρωτηθούν  κυρίως  αν  είναι  έντιμοι με τον εαυτό τους όταν στέκονται  μπροστά  στην  εικόνα του Κυρίου  και Σωτήρος  μας Ιησού Χριστού.

Ας  αναρωτηθούν  αυτοί οι  λίγοι  (ευτυχώς) Αρχιερείς και Ιερείς , που  διστάζουν  να  καταδικάσουν αυτές τις  δαιμονοειδείς – αντίχριστες  θέσεις  και αντιλήψεις, όχι αν ομολογούν  Χριστό ( όπως άλλωστε θα έπρεπε να κάνουν  πρώτοι από όλους μας) αλλά  αν Τον  αρνούνται μέσω αυτής  της  «περίεργης» ανοχής  ή  κατά  περιπτώσεις ( φευ) «συναντίληψης».

Όταν ο Τράγκας  θέτει  υποθετικά την  ερώτηση : 
  «θα συμφωνούσατε αν παντρευόμουν την Φατμαγκιούλ  αφού πρωτα  είχε βαφτιστεί  Ορθόδοξη;» o  βουλευτής  της Χ.Α  δεν διστάζει  να  απαντήσει  : «Δεν μας ενδιαφέρει καθόλoυ  το θρήσκευμα , δεν  σημαίνει τίποτα για μας».

Είναι ο ίδιος  ο οποίος  σε συνέντευξή του στο περιοδικό  του Τράγκα  είχε επαναλάβει  αυτά  που γράφονται  στις ιστοσελίδες  και τα ιστολόγια της  Χ.Α, ότι δηλαδή  δεν πρέπει να αναπαράγονται   μεταξύ τους  οι μη  «φυλετικά καθαροί» ή  οι «άρρωστοι».

Είναι αυτός που  με  απίστευτο  θράσος  χρησιμοποίησε  ως επιχείρημα  "τα εκατομμύρια  που σπαταλούν  οι επιστήμονες"  για  την διατήρηση  της καθαρότητας και την βελτίωση  των  χαρακτηριστικών της ράτσας  στα  άλογα , στα σκυλιά  και σε άλλα ζώα.

Στο Video  θα δείτε  και την μαρτυρία  ενός Αμερικανού  νευροχειρουργού – ερευνητή   ο οποίος  αποκαλύπτει  ότι  αυτές  τις  αντιλήψεις  περί   κατασκευής του "τέλειου ανθρώπου" και την σημασία της «ευγονικής»  είχε αναπτύξει  πολύ πριν από τον Χίτλερ  το ίδρυμα Ροκφέλερ, το οποίο φυσικά  αργότερα  προσέφερε τις  αποκτηθείσες γνώσεις του για το θέμα , στο   ναζιστικό καθεστώς και  μεταπολεμικά  στον  διάδοχο   της Νέας Τάξης  δηλαδή στις ΗΠΑ.
Στο τέλος  του  μικρού μας «αφιερώματος» θα  δείτε  απόσπασμα  από την μαρτυρία  του  Hugo , ενός  τσιγγάνου  που  αν και βασανίστηκε σκληρά  (ήταν  9χρονο παιδί τότε) γλύτωσε  από τα χέρια  του  «ευγονιστή»  του Άουσβιτς  δρ. Μένγκελε.

Το παρακάτω  video  το αφιερώνω σε όλους  όσους  έθαψαν  τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού κάτω  από την αντίληψη  ότι  αρκεί να είσαι αντι- ΝΔ , αντι – ΠΑΣΟΚ, αντι ΣΥΡΙΖΑ ,  αντι- ΚΚΕ  και κάμποσα ακόμα «αντι»   για  να  έχεις «ήσυχη  την  χριστιανική σου  συνείδηση»:

ΓΚΡΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, Χάρης Κουσουμβρής (τέως υπαρχηγός της Χ.Α., αποσπάσματα)




Περίληψη:

 Ο συγγραφέας Χάρης Κουσουμβρής υπηρετώντας εις την Χρυσή Αυγή ως υπαρχηγός, πράττοντας ως στρατιώτης του εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού) και του εθνικισμού εν γένει, ακολουθεί κατά γράμμα της εντολές του αρχηγού της Χρυσής Αυγής, Νίκου Μιχαλολιάκου. 

 Καθοδόν ο συγγραφέας ανακαλύπτει ότι 
αρκετοί του κινήματος αυτού δρουν ως υποχείρια του κρατικού συστήματος (ΕΥΠ) της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. 

Κατηγορεί δε με έγγραφα και αποδείξεις τους Νίκο Μιχαλολιάκο, Παναγιώταρο, Κώστα Πλεύρη. 

Από την άλλη θεωρεί πως, μέσα στο κίνημα υπάρχουν άτομα τα οποία δε ματώνουν σε κάθε περίσταση μάχης εις το πεζοδρόμιο ενάντια σε «αριστερούς τραμπούκους». 

Ο συγγραφέας βρίσκεται κατηγορούμενος για ένα φόνο, κατά τη διάρκεια συμπλοκών αριστερών - εθνικιστών, για τον οποίο δηλώνει αθώος· πιστεύει και θέλει να αποδείξει πως είναι θύμα σκευωρίας εκ μέρους του Νίκου Μιχαλολιάκου, υποχειρίου των κρατικών και κομματικών οργάνων.  

Καθοδόν στο βιβλίο του κατηγορεί τη Χρυσή Αυγή γιατί δεν την θεωρεί ως καθαρή εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση, παρότι έχει τέτοια χαρακτηριστικά και πως δεν επιδεικνύει καθαρό ιδεολογικό χαρακτήρα, τόσο στο πολιτικό όσο και στο θρησκευτικό πεδίο. 

Ανάμεσα στις κατηγορίες για το θρησκευτικό πεδίο, παρουσιάζει τις συνεργασίες του Νίκου Μιχαλολιάκου με τον σατανιστή τάδε καθώς και τις παγανιστικές του απόψεις ενάντια στον Ιησού Χριστό.  

Μέσα από την εργασία του αυτή, όπου προσπαθεί να παρουσιάσει τη Χρυσή Αυγή ως γρανάζι του συστήματος, ενώ ως εθνικοσοσιαλιστική - εθνικιστική αυτή θα όφειλε να μην είναι, εκθέτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από το βίο των Χρυσαυγιτών και του αρχηγού τους Νίκου Μιχαλολιάκου, όσο και στοιχεία για τον ελληνικό εθνικισμό γενικότερα και τη δράση του. 

Αποσπάσματα από το βιβλίο που έχουν ενδιαφέρον :
 ....

 «Ο Ν. Μιχαλολιάκος σε ηλικία 19 χρονών "σπάει" και λέει και αυτός ονόματα συναγωνιστών του(βλέπε δεύτερη συμπληρωματική κατάθεση Μιχαλολιάκου για την υπόθεση "βομβιστών" που βρίσκεται στην συνέχεια του βιβλίου).Ταυτόχρονα άλλα διαβόητα στελέχη του "καθαρού" κινήματος της Χρυσής Αυγής, Δ. Ζαφειρόπουλος και Η. Παναγιώταρος "σπάνε" σε ένα πλημεληματάκι της πλάκας και δίνουν τους συναγωνιστές τους, για να φανούν και αυτά τα καλά παιδιά του συστήματος.» ( σελ. 38) 

 «Στο παραπάνω συμπέρασμα, της προσπάθειας δηλαδή για να απομυθοποιηθεί η Χρυσή Αυγή και να παρουσιαστούν τα μέλη της ως θύματα, καταλήγει κάποιος και από πολλά άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά περιόδους εκείνη την εποχή από την εφημερίδα Χρυσή Αυγή. Δημοσιεύματα τα οποία ήθελαν να
μας παρουσιάσουν ως θύματα καταστάσεων που δεχόμασταν συνεχείς επιθέσεις και ούτε λίγο ούτε πολύ, τις "τρώγαμε", για να παρουσιαστούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο ως ένα απόλυτα νόμιμο πολιτικό κόμμα που δέχεται επιθέσεις και σαν όλα τα άλλα τις "εισπράττει" από τους αναρχικούς και τους αριστερούς "τρομοκράτες"! Αν είναι δυνατόν!!!», ( σελ. 64)
....
 «Την Δευτέρα 29 Απριλίου η Χρυσή Αυγή προγραμματίζει εκδήλωση υποστηρίξεως προς το γαλλικό κόμμα του Λεπέν στο πεδίο του Άρεως, με προσυγκέντρωση στα κεντρικά γραφεία.» (σελ. 64)
 ...

 «Έπρεπε πάση θυσία, η Χρυσή Αυγή να εμφανισθεί ως ένα θυματοποιημένο νόμιμο κόμμα το οποίο υφίσταται τις επιθέσεις των "αναρχικών". Γίνονταν από όλες τις πλευρές μια συντονισμένη προσπάθεια να γκρεμιστεί ο μύθος που εμείς οι απλοί αγωνιστές είχαμε κτίσει με το αίμα μας, τη ζωή και την τιμή μας.» (σελ. 69)
 ....

 «Η πολιτική περίοδος δραστηριοτήτων της Χρυσής Αυγής
έμελλε να λήξη με την4η Εθνικιστική Κατασκήνωση όπου, όπως κάθε χρόνο τα τελευταία 4 έτη, σημαδοτούσε την λήξη των δραστηριοτήτων της, μέχρι τον ερχομό του Σεπτεμβρίου. Η Κατασκήνωση ορίστηκε για τον Ιούνιο κοντά στην Μεγαλόπολη Πελοποννήσου. Εγώ απείχα μην μπορώντας να αντικρύσω ορισμένους να πουλάνε την extreme τρέλα τους -εκ του ασφαλούς βεβαίως-και προτίμησα να ηρεμίσω ξεχνώντας για λίγο την αηδία που είχε αρχίσει να με καταλαμβάνει. Μετά την λήξη της Κατασκηνώσεως, έφτασαν στα αυτιά μου τα κωμικοτραγικά που συνέβησαν εκεί.Κάποιοι ξεφτιλίζοντας σύμβολα και αξίες επιδόθηκαν σε ανατολίτικα λικνίσματα και όχι μόνο, σε σκυλάδικα της επαρχιακής πόλεως πλησίον της Κατασκηνώσεως, ο εκφυλισμός έδωσε και πήρε. Ποιός ήταν αυτός που διεύθυνε την "ορχήστρα"; Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών συναγωνιστών, κάπιος που θα έπρεπε να τιμά τη θέση που του προσφέρθηκε: ο Ζαφειρόπουλος, αν και αργότερα ορκιζόταν στον "αρχηγό" (σσ. Ν. Μιχαλολιάκο), εμένα δεν μπορούσε να με πείσει διότι αυτή του η "συνήθεια" είχε επαναληφθεί και πολλές άλλες φορές στο παρελθόν μπροστά στα μάτια πολλών συναγωνιστών» ( σελ. 71)

 «Όλα γυρνούσαν μέσα στο μυαλό μου, όλα τα "αν" και όλα τα "μήπως" άρχισαν να σφυροκοπάνε μέσα στο κεφάλι μου, τι ήταν επιτέλους η Χρυσή Αυγή; Μια υπόθεση ελεγχόμενη, ένας μύλος που άλεθε την επαναστατικότητα κάποιων, ένα μαντρί; Και τί ήταν αυτή η ιεραρχική άνοδος των αποδεδειγμένων δοτών, Ζαφειρόπουλου, Ι.Β. και Παναγιώταρου; Πώς αυτός που ηγείτο της προσπάθειας τους ανεχόταν;» (σελ. 72)
  

«Εδώ έρχεται και ένα άλλο γεγονός που αποδεικνύει την βρωμιά που υπάρχει γύρω από την υπόθεση. Ο Ηλίας Παναγιώταρος τον οποίο κάλεσαν για κατάθεση [για το μαχαίρωμα του Πάρη Χρυσού (βλ.εδώ ), στις 16 Νοεμβρίου 1998] είχα ένα πάρα πολύ ισχυρό άλλοθι: κάποιον της αστυνομίας. Τί ήταν αυτό που έκανε αυτόν να καλύψει τον Παναγιώταρο σε αυτήν την υπόθεση; 
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Η. Παναγιώταρος είναι προμηθευτής ενδύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας. Όπως και να είχε εγώ ήμουν αυτός που θα συρόταν στις αίθουσες των δικαστηρίων και όπως έδειχναν τα πράγματα θα τα φορτωνόμουν όλα πάνω μου. [...] Επιπλέον τον Ιανουάριο μου έρχονταν άλλη μια δίκη, την οποία φορτώθηκα για χάρη του "Μιχαλολιάκου" παρόλο που ήμουν αθώος.» (σελ. 81) 

 «Έπρεπε να μείνω καθαρός βγαίνοντας από την λάσπη που είχα βουτήξει αυτά τα χρόνια και δεν αναφέρομαι στις ιδέες γιατί είχα φανατιστεί τα τελευταία χρόνια όσο ποτέ, διαισθανόμενος την τραγική μου θέση. Ούτε βεβαίως σε όλο το "στρατόπεδο" όπου είχα επιλέξει να υπερασπιστώ από τα 17 μου χρόνια έως σήμερα, μα ένα μόνο μέρος του στρατοπέδου, το πιο σκοτεινό, όπου εκεί ξετυλίγονταν οι πιο ανήθικες συνωμοσίες από κόλακες, δειλούς και αυλικούς που αλληλοσπαράσσονταν για να εισέλθουν στα "αξιώματα". Όλοι τους στιγματισμένοι με την λέξη εκείνη που βαραίνει τους αναθεματισμένους της ιστορίας: "προδότες"»(σελ. 87) 

Εδώ με την αγαπημένη λέξη των εθνικιστών, ως «προδότης», χαρακτηρίζεται όχι ο προδίδων την πατρίδα του, αλλά ο προδίδων τις ιδέες των επί μέρους μιας εθνικιστικής ομάδας. Είναι η πιο κλασσική κατηγορία που εκτοξεύει αυτή η αίρεση ενάντια στους αντιπάλους της.

 «Ένας [ασφαλίτης από αυτούς που τον συνέλαβαν για το μαχαίρωμα του Πάρη Χρυσού στο Τμήμα Προστασίας Κράτους] μάλιστα μου είπε πώς είναι δυνατόν ο "λοχαγός" να μην ξέρει τι γίνεται στον "λόχο" του. Εγώ επέμενα-σίγουρα κάποιοι άλλοι "λοχαγοί" της Χρυσής Αυγής στη θέση μου θα κατανόμαζαν κάποιον όπως ανάλογα άλλωστε έχουν πράξει στο παρελθόν, για απλά πλημμελήματα (υπόθεση Ιντερκοντινένταλ)», ( σελ. 93) 

«Η αλήθεια είναι ότι αργά κατάλαβα το πώς κινείται ο "Σύνδεσμος" [Χρυσή Αυγή]: με μία πονηρή τακτική και όχι με ευθεία αντιπαράθεση λόγω του ότι ο "αρχηγός" έχει ισχυρή θέση στο [πολιτικό - κρατικό] σύστημα», (σελ. 94)
...
 «Η Χρυσή Αυγή είναι ένας μηχανισμός όχι κατ’ ουσίαν "επαναστατικός", μα φανερά συμβιβαστικός...», (σελ. 117) 

«Το 1999 η Χρυσή Αυγή συνεργάζεται πολιτικά με την Πρώτη Γραμμή του Κ. Πλεύρη. Ο "αρχηγός" προ και μετά την συνεργασία αυτή μας μιλούσε διαρκώς για τον "βρώμικο" ρόλο του Κ. Πλεύρη στις διώξεις εθνικιστών από το Καραμανλικό καθεστώς του '78Σας παραθέτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Αριστοτέλη Καλέντζη "Η Μαύρη Βίβλος του Κώστα Πλεύρη": [...] οι πρώην υπουργοί Πιπινέλης και Τοτόμης, ο καθοδηγητής της φασιστικής ομάδας "4ης Αυγούστου Πλεύρης", ο εκδότης της εφημερίδας "Ελεύθερος Κόσμος" Σ. Κωνσταντόνπουλος και άλλοι που ήταν ταυτόχρονα και πράκτορες της αμερικανικής ΣΙΑ (σσ. από το βιβλίο "Ο νεοφασισμός στην Ελλάδα" του Σταύρου Ζορμπαλά, εκδ. Σύγχρονη Εποχή. [...] Η ενέργεια αυτή του ΠΛΕΥΡΗ, δεν αποδεικνύει μόνο την απουσία κάθε ηθικής αναστολής από αυτόν τον ευτελή καταδότη (που ήρθε να παγιδεύσει χωρίς να το καταφέρει, έναν κακοποιημένο και καταμελανιασμένο, σιδηροδέσμιο κρατούμενο αλλά, πασιφανέστατα, αποδεικνύει ότι ο ΠΛΕΥΡΗΣ ποτέ δεν κατέδωσε για να "προστατεύσει" το κόμμα της 4ης Αυγούστου, όπως θέλει να μας δικαιολογηθεί δεκαρολογώντας, αλλά κατέδωσε συνειδητά Έλληνες Πατριώτες στις καραμανλικές μυστικές υπηρεσίες για να τους εξοντώσει! Πώς μπορείς να δικαιολογήσεις τώρα ευτελέστατε καταδότη ΚΩΣΤΑ ΠΛΕΥΡΗ το ότι ενώ εγώ βρισκόμουν ήδη κρατούμενος του καραμανλικού καθεστώτος, και μάλιστα στα πιο σκοτεινά του απομονωτήρια, εσύ συνέχιζες να με "πλευρίζεις" επιδιώκοντας να μάθεις όσο περισσότερα μπορούσες ονόματα Ελλήνων Εθνικιστών, γνωρίζοντας ότι σε λίγο θα έπεφτε το προσωπείο σου; Στα απομονωτήρια του Κορυδαλλού ΚΩΣΤΑ ΠΛΕΥΡΗ όχι μόνο το κόμμα της 4ης Αυγούστου -και να ήθελα- δε μπορούσα να βλάψω, αλλά ούτε να αναπνεύσω δε μπορούσα... κι όμως εσύ συνέχιζες τη προδοσία σου ενάντια στους Έλληνες Πατριώτες! Η τύχη των προδοτικών αναφορών του ΠΛΕΥΡΗ Οι προδοτικές αναφορές που συνέταξε ο ΠΛΕΥΡΗΣ εις βάρος Ελλήνων Εθνικιστών και που παρέσωσε στο διοικητή της καραμανλικής ασφάλειας ΧΡΗΣΤΟ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ και στο διαβόητο αρχηγό της ΥΠ.Ε.Α, υπήρξαν οι αφετηρίες και τα βάθρα πάνω στα οποία σκηνοθετήθηκαν από το καραμανλικό καθεστώς οι καταδίκες και οι φυλακίσεις όλων των μετά το 1974 (Ιούλιος) νεαρών Ελλήνων Εθνικιστών κι όχι μόνο της δικής μου. Όσοι όμως ζητήσαμε αντίγραφα των αναφορών αυτών του ΚΩΣΤΑ ΠΛΕΥΡΗ από τον ανακριτή ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΥΦΤΑΚΗ απαιτώντας να ασκήσουμε ο δικαίωμα που μας παρέχει ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (άρθρα 100-103) σαν κατηγορούμενοι, ελάβαμε την στερεότυπη απάντηση από τον ΓΥΦΤΑΚΗ ότι "απαγορεύεται, γιατί οι αναφορές χαρακτηρίζοντα σαν κρατικά μυστικά." », (σσ. 118,120) 
...
  
«...ο Πλεύρης είχε οδηγήσει στα κάτεργα εκτός από τον Νίκο Μιχαλολιάκο και πολλούς άλλους συναγωνιστές του τότε ως βομβιστές. Πώς είναι δυνατόν να τα βρήκαν ο θύτης με το θύμα ύστερα από μια τέτοια σκευωρία; Ως εκ τούτου μπορείτε να συμπεράνετε από μόνοι σας τι σημαίνει μια τέτοια συνεργασία. Τελικά ο "αρχηγός" συνεργάστηκε με τον Πλεύρη για να τα τσουγκρίσει στην συνέχεια. Για ποιούς λόγους όμως ήρθε μετά η σύγκρουση; Μια σύγκρουση ιδεών ή συμφερόντων; Τον Μάρτιο του 2000, πριν τις εκλογέςη εφημερίδα Χρυσή Αυγή καλούσε τους εθνικιστές να μην ψηφίσουν την Πρώτη Γραμμή του Πλεύρη, γιατί την χωρίζουν από τον Πλεύρη σοβαρές πολιτικές κι ιδεολογικές διαφορέςχωρίς όμως να τις κατονομάζει. Λίγους μήνες νωρίτερα ο "αρχηγός" εκθείαζε τον Πλεύρη ως εθνικό ηγέτη.Πώς τους χωρίζουν σοβαρές πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές; Και υπάρχει ιδεολογική ταύτιση με τον Μιχαλόπουλο που πήγε να συνεργαστεί το 2000; Ή με τον Καρατζαφέρη που συνεργάστηκε το 2002; Αν είναι δυνατόν.Τί άραγε άλλαξε στη σχέση του με τον Πλεύρη, χωρίς να τολμά κανείς να το ομολογήσει; Κουκουλώνοντάς το με το μανδύα της ιδεολογικής διαφοράς; Το 2000 στον τηλεοπτικό σταθμό "ΤΗΛΕΤΩΡΑ", του Γ. Μιχαλόπουλου σε εκπομπή του Σοφιανόπουλου, προέδρου εθνικιστικής οργανώσεως με την επωνυμία "Κόμμα Ελλληνισμού", ο εν λόγω πρόεδρος παρουσίασε ένα έγγραφο που αναφερόταν σε μισθοδοσία εκτάκτων συνεργατών της Κ.Υ.Π. Η εκπομπή διεκόπη στον αέρα ύστερα από επέμβαση του ίδιου του Μιχαλόπουλου, διότι το έγγραφο ανέφερε και το δικό του όνομα πλην βεβαίως των Μιχαλολιάκου, Πλεύρη και λοιπών. Στο δια ταύτα όμως! Το έγγραφο αυτό κατά τον παρελθόντα χρόνο έχει δημοσιεύσει πρώτη η Αυριανή του Κουρή. Φρονώ δε ότι τέτοιες κινήσεις ο Κουρής δεν τις κάνει αν δεν είναι επιβεβαιωμένες και επίσης ότι κατέχει μεγάλο κρατικό αρχείο. Απορίας άξιο είναι γιατί δεν μηνύθηκε ποτέ για συκοφαντική δυσφήμηση, σχετικά με όλες αυτές τις αποκαλύψεις. "Ο χώρος των εθνικιστών όπως πολύ χαρακτηριστικά μου είπε σε ένα διάλογο που είχαμε ένα παλιός φίλος είναι ναρκοθετημένος και όντως αυτό αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα που ισχύσει μέχρι τις μέρες μας". Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί κομμάτι του βιβλίου Εχθροί του Καθεστώτος, εκδόσεις "ΑΣΚΑΛΩΝ" του Νικολάου Γ. Μιχαλολιάκου (σελίδα 17)» (σελ. 124) 

 «Ονομάζεται Τσάμης Νικόλαος. Μένουμε στον ίδιο δρόμο στην οδό Φιλολάου και είμαστε φίλοι από το 1974. Πολιτικών και αυτός έχει εθνικοσοσιαλιστάς ιδέας. [Κατάθεση του Ν.Μιλαλολιάκου στις 27/07/79 στον υπαστυνόμο Α΄ ΓΑρδίκα Χρήστο παρουσία 2ου ανακριτικού υπαλλήλου, υπαστυνόμου Α' Κοκοσίση Γεωργίου]» (σελ. 133) 

«Ο Ν. Μιχαλολιάκος, όπως χαρακτηριστικά μας αναφέρει στο βιβλίο του, σε ηλικία 19 ετών αναγνωρίζεται μαζί με άλλους ως ένοχος για την επίθεση και τον ξυλοδαρμό, που εδέχθησαν κάποιοι δημοσιογράφοι στην κηδεία του Μάλλιου. Προφυλακίζεται στις φυλακές Κορυδαλλού το 1976 όπου και αποφυλακίζεται καταβάλλοντας εγγύηση δύο μήνες μετά. [...] 
Τον Ιούλιο του 1978 υπηρετώντας ως έφεδρος αξιωματικός πεζικού στην Μυτιλήνη, συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε εθνικιστική τρομοκρατική οργάνωση.
 Στην ανάκριση του απαγγέλλονται κατηγορίες για 11 κακουργήματα, από τα οποία τα μισά σχεδόν όπως ισχυρίζεται, προέβλεπαν την ποινή των ισοβίων δεσμών. Στην δίκη που ακολουθεί του επιβάλλεται ποινή 13 μηνών. (Στο εφετείο 11)! 
Πού αποδίδονται αυτές οι ποινές; είναι άξιο απορίας. Βοά ο κόσμος για τον έλεγχο της κρατικής στον εθνικιστικό χώρο. Αδίκως; 
Λίγους μήνες μετά δημιουργείται η Χρυσή Αυγή, είναι τυχαίο αυτό;  
Έχουμε την 4η Αυγούστου και τη "διάλυσή" της με την υπόθεση του καρφώματος των αγωνιζομένων εθνικιστών και εν συνεχεία, άμεσα μάλιστα εφόσον το χαρτί του κράτους που λεγόταν 4η Αυγούστου κάηκε, δημιουργία άλλου "εθνικιστικού" φορέα. 
 Στο "Εχθροί του Καθεστώτος", ο Ν. Μιχαλολιάκος αναφέρει σχετικά:
 "Τον Δεκέμβριο του 1980 όπως προανάφερα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το περιοδικό Χρυσή Αυγή, η έκδοση του οποίου υπήρξε αποτέλεσμα της συνεργασίας μιας ομάδας νέων ανθρώπων που σχεδόν όλοι προερχόμασταν και είχαμε γνωριστεί στον χώρο της 4ης Αυγούστου, που τότε πλέον δεν υφίσταται και που διάφορα εσωτερικά προβλήματα είχαν οδηγήσει στη διάλυσή του".
 Ώστε διάφορα εσωτερικά προβλήματα η διάλυση της 4ης Αυγούστου; Γιατί ο Μιχαλολιάκος δεν μας λέει ποια ήταν τα προβλήματα που διέλυσαν την 4η Αυγούστου; Τί φοβάται; Μήπως ότι αν μιλήσει αυτός για εκείνη την "χαφιεδίστικη" περίοδο θα εκτεθεί και αυτός; Πόσο ταιριάζει η λαϊκή ρήση: "κόραξ κοράκου μάτι δε βγάζει"», (33. 34)

  «Σχόλιο: Αυτός που κατά τα άλλα (όπως αναφέρει στο βιβλίο του "Εχθροί του Καθεστώτος") πέρασε την πύλη των φυλακών Κορυδαλλού υψιπετής, κρατώντας μια ποητική ανθολογία στα χέρια, νιώθοντας περήφανος που διώκεται για τις ιδέες του, στην συμπληρωματική (κατάθεση) δίνει τόσα ονόματα· φανταστείτε πόσα δίνει στην αρχική του κατάθεση!!!»(σελ. 136) 
...

«Την 10η Νοεμβρίου του 2003, παρουσιαστήκαμε στα δικαστήρια για την υπόθεση Ιντερκοντινένταλ. Κάτι μου έλεγε ότι αυτή η δίκη θα "είχε να βγάλει κι άλλα στη φόρα". Λίγες ημέρες πριν τη συγκεκριμένη ημερομηνία, όταν μελέτησα εκτενώς την δικογραφία μας και αποφασίσαμε να μην έχουμε νομική εκπροσώπηση στο δικαστήριο και να υπερασπιστούμε μόνοι μας τον εαυτό μας, κατάλαβα ότι αυτή η δίκη δεν θα γίνει ποτέ. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν πρέπει να γίνει δημοσιοποίηση των καταθέσεων των Παναγιώταρου και Ζαφειρόπουλου και να αποκαλυφθεί σε όλους πια μόνο το "δόσιμο" ονομάτων συναγωνιστών τους, αλλά και την καταδίκη της ενέργειας του καψίματος της Τούρκικης σημαίας. Ναι! Και ο Ζαφειρόπουλος και ο Παναγιώταρος καταδικάζουν το γεγονός του καψίματος της τούρκικης σημαίας και όπως αναφέρει ο δεύτερος συμπληρώνοντας τον πρώτο: το περιστατικό αυτό έβλαψε την όλη εκδήλωση διαμαρτυρίας [;;;;] Την ίδια στιγμή που ο Παναγιώταρος κατακρίνει το κάψιμο και απαρνείται τα εθνικιστικά του πιστεύω χωρίς αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία γι αυτόν και τους εναπομείναντες Χρυσαυγίτες, ο ίδιος πλουτίζει πουλώντας μπλούζες με τον δικέφαλο αετό να σκίζει την τούρκικη σημαία. (σελ. 144) 

Η Εκκλησία και ο ρατσισμός


η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη

Γράφει ο Ζωγράφος
 Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος

Ο τίτλος του άρθρου, περιγράφει εξαρχής δύο όρους ασύμβατους, όπως είναι η Εκκλησία και ο ρατσισμός. 
Αν επιθυμούμε να είμαστε ειλικρινείς στην κριτική μας, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο ρόλος της Εκκλησίας είναι καθαρά πνευματικός και όχι πολιτικός. 
 Η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει και σίγουρα οφείλει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού την διδασκαλία του Ιδρυτή της, όπως αυτή καταγράφεται με σαφήνεια στα Ευαγγέλια, αν θέλει να είναι επί της ουσίας, η Εκκλησία του Χριστού.
 Τα Ευαγγέλια είναι για την Εκκλησία, ότι είναι για μια δημοκρατική πολιτεία το Σύνταγμα της. Και ακόμη πολύ περισσότερο, μιας και το Σύνταγμα μπορεί υπό προϋποθέσεις να αλλάξει, αλλά ο λόγος των Ευαγγελίων όχι. 
 Και αν η πολιτεία μπορεί εύκολα να παραβιάζει το δικό της Σύνταγμα, η Εκκλησία δε μπορεί να κάνει το ίδιο με τις ευαγγελικές εντολές. 
 Αποδεικνύεται έτσι, πως εδώ και 2000 χρόνια, η Εκκλησία είναι πολύ πιο σταθερή, πολύ πιο αξιόπιστη και συντεταγμένη γύρω από τις αρχές της, από όσο είναι η πολιτεία γύρω από τις δικές της.

Αυτό, μας δίνει μια ιδέα για τους λόγους της ανεκτικής στάσης της Εκκλησίας απέναντι στους λαθρομετανάστες και στην αποδοκιμασία του ρατσισμού. 
Εφόσον ο Ιδρυτής της, μέσω της διδασκαλίας Του, δίδαξε το μήνυμα της αγάπης και της αποδοχής του άλλου, ως πρόσωπο και εικόνα του θεού, η Εκκλησία έχει την ιερή υποχρέωση να ακολουθήσει αυτές τις διδαχές.
 Αν δεν το κάνει, οι πρώτοι που θα της επιτεθούν αργότερα, θα είναι αυτοί που σήμερα την κατηγορούν για ανεκτικότητα και θα ακολουθήσουν ακόμη και αυτοί, που θα νιώσουν ότι προδόθηκε ο λόγος του Ευαγγελίου, από μια Εκκλησία που αυτόματα θα έχει πάψει να ονομάζεται και να είναι χριστιανική. Θα κατηγορηθεί εν τέλει, από εχθρούς και από φίλους, κυρίως δε από τον Ιδρυτή της, οι λόγοι του οποίου θα έχουν παρακαμφθεί.

Κανένας ιερέας και χριστιανός άνθρωπος, λοιπόν, δε μπορεί να αρνηθεί σε έναν πεινασμένο αλλόθρησκο και αλλοεθνή, ένα πιάτο φαγητού, αν αυτός του χτυπήσει την πόρτα. 
Δεν εξετάζουμε εδώ, τι θα έκανε ένας μουσουλμάνος σε μια ανάλογη περίπτωση, αλλά μιλούμε μόνο για το τι οφείλει να κάνει ένας Χριστιανός. 
 Τα Ευαγγέλια και τα ιερά βιβλία, μας παραδίδουν ένα πλήθος παραδειγμάτων υπερβάσεως της αγάπης έναντι του φυλετισμού και της απόρριψης του πλησίον. Από την άλλη πλευρά, την ίδια ανυποχώρητη στάση, είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να κρατήσει και στις περιπτώσεις των ομοφυλόφιλων ή των αιμομικτών, για παράδειγμα, αφού οι αποστολικές εντολές περί αυτών είναι επίσης ρητές και κατηγορηματικές.
 Όπως και αν έχει, και με βάση τις ιδιαιτερότητες που υποστηρίζει ο καθένας, φαίνεται πως η Εκκλησία είναι αναπόφευκτο να δέχεται κριτική από όλες τις πλευρές, ακόμη και από τις πιο αντιφατικές και αντίθετες μεταξύ τους, αφού αυτοί που την επαινούν σήμερα για αυτό, είναι πολύ πιθανό να την κατηγορήσουν αύριο για κάτι άλλο.

Στην πραγματικότητα, η Εκκλησία βρίσκεται σήμερα σε δύσκολη θέση, εξαιτίας της πολιτείας. 
Καλείται να θεραπεύσει τα «αμαρτήματα» και τις παραλείψεις του συντεταγμένου κράτους, με την οργάνωση συσσιτίων για άπορους Έλληνες πολίτες και λαθρομετανάστες. 
Έχει βρεθεί προ τετελεσμένων, με μια καυτή πατάτα που δεν επιθύμησε η ίδια, αλλά που της έβαλαν στα χέρια άλλοι, αφού ο μόνος που δεν ευθύνεται για την λαθρομετανάστευση, είναι η ίδια η Εκκλησία. 
 Η αποκλειστική ευθύνη έγκειται στην πολιτεία και όσο αυτή δεν ενεργοποιείται, η Εκκλησία θα είναι υποχρεωμένη να κάνει, αυτό που ορίζουν  οι Ευαγγελικές και θείες εντολές. Καλείται, λοιπόν, να διαχειριστεί ένα οξύ πρόβλημα, που δεν δημιούργησε εκείνη, και αν δεν το έκανε, τα πράγματα θα ήταν απλώς οξύτερα.

Όσοι προτείνουν διακαώς τον χωρισμό κράτους και Εκκλησίας, θα πρέπει να επιζητούν ταυτόχρονα και το διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων και την ανάληψη των ευθυνών του μεταναστευτικού και της ανακούφισης των απόρων από την πολιτεία, ως δικών της αποκλειστικά ευθυνών. Δε γίνεται από τη μια να επιθυμούν το διαχωρισμό και από την άλλη, να μεταθέτουν τα βάρη της κρατικής ανευθυνότητας στην Εκκλησία, ως να όφειλε εκείνη να γίνει η τροφός των απανταχού της γης δυστυχισμένων.

Η θέση μου απέναντι στην λαθρομετανάστευση, είναι σαφώς αρνητική και την έχω διατυπώσει επανειλημμένα, αποφεύγοντας, ωστόσο, τις ρατσιστικές κορώνες. Το ίδιο, σε ότι αφορά και τον προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας, που υπό τις σημερινές συνθήκες, θα τον χαρακτήριζα ανεπαρκή.
  Ωστόσο, η θεολογική στάση της Εκκλησίας λίγο εξαρτάται από τις προσωπικές επιλογές των προκαθημένων ή των ιεραρχών της, αφού και αυτοί είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τους Κανόνες.
 Το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, πρέπει, όμως, να λυθεί από την πολιτεία, ώστε να πάψει η Εκκλησία να αποτελεί το άλλοθι της δικής της ανεπάρκειας.
 Μιας Εκκλησίας, που είναι στην ουσία εκβιαζόμενη, ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η ανευθυνότητα του κράτους από τη μια, και στο ανυπέρβλητο πλαίσιο της χριστιανικής διδασκαλίας από την άλλη, που αδυνατεί να το καταστρατηγήσει, χωρίς ταυτόχρονα να αυτοακυρωθεί.

Τα συναγόμενα αυτής της προσέγγισης, μας δείχνουν, πως η Εκκλησία και ο ρατσισμός είναι δύο κόσμοι ασύμβατοι. 
Η οικουμενική διάσταση του χριστιανικού μηνύματος, αποκλείει apriori, τον ρατσισμό των εξαιρέσεων. Άλλωστε, η επίπονη ιεραποστολή, αυτό ακριβώς δείχνει. Από την άποψη αυτή, όσο και αν φαίνεται παράξενο εν πρώτοις, η Εκκλησία φαίνεται να έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με την αριστερή ιδεολογία και σχεδόν κανένα με την Χ.Α. Δεν είναι δυνατόν να μας διαφεύγει αυτή η ουσιαστική λεπτομέρεια, πως είναι αδιανόητο για έναν χριστιανό, να είναι οπαδός ρατσιστικών θεωριών και φορέας κηρυγμάτων μίσους. Όμως, όλα αυτά, είναι αδύνατον να αναπτυχθούν σε ένα άρθρο, που ήδη το μέγεθος του έχει ξεπεράσει την αρχική μου πρόθεση. Ίσως στο μέλλον, να αναφερθώ πληρέστερα και στον ρόλο της Εκκλησίας, αναφορικά με τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία.

Ωστόσο, και θα κλείσω με αυτό, ζητήματα, όπως είναι η όψιμη θεμελίωση μιας τεράστιας μουσουλμανικής κοινότητας στην Ελλάδα και η ανέγερση τζαμιών, θα πρέπει να τύχουν της ιδιαίτερης προσοχής και αντίστασης της Εκκλησίας, αφού αποτελούν θέματα άλλης τάξεως, που δεν έχουν να κάνουν με την φιλανθρωπική της αποστολή, ούτε είναι δεσμευτικά από τους λόγους του Ευαγγελίου. Το αντίθετο μάλιστα, αφού τα θέματα αυτά, άπτονται ακόμη και της μελλοντικής ύπαρξης και επιβίωσης της.
www.klassikoperiptosi.blogspot.gr

0 σχόλια :

Ρωμηοσύνη ή Βαρβαρότητα;






ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

ΜΕΡΟΣ Α’ ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΑΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ 

Τα δύο ρεύματα του 19ου αιώνα 
Έλληνες λοιπόν ή Ρωμηοί; 
Και οι Βυζαντινοί; 

ΜΕΡΟΣ Β’ Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ 

Το υπερεθνικό κράτος 
Η Χριστιανική Οικουμένη 
α) Πολιτική ιδεολογία 
β) Καισαροπαπισμός 
γ) Θεοκρατία 

ΜΕΡΟΣ Γ’ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ 

Οι σκοτεινοί χρόνοι 
Η πρώτη εμφάνιση των «Γραικών» 
Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

α) Ελληνόγλωσση 
β) Ξενόγλωσση 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μου έτυχε πολλές φορές να παρατηρήσω ότι σε διάφορες συζητήσεις χρησιμοποιείται ο όρος "βυζαντινισμός" με αρνητική έννοια. Όταν, δηλαδή, η συζήτηση πλατειάζει τότε γίνεται λόγος για βυζαντινολογία. Χρησιμοποιείται τέτοια ορολογία αβασάνιστα, αγνοώντας τον σκοπό της καθιερώσεώς της, αλλά και την αιτία επικρατήσεώς της. Αυτό φαίνεται και από το ότι παλαιότερα ό,τι είχε σχέση με τις βυζαντινές τέχνες και τον λεγόμενο βυζαντινό πολιτισμό ήταν περιφρονητέο. Βέβαια αυτό σήμερα έχει αναθεωρηθή σε αρκετά σημεία. Η περιφρόνηση, παραθεώρηση και ειρωνεία κάθε πράγματος που έχει σχέση με το λεγόμενο Βυζάντιο ή η χρησιμοποίηση διαφόρων όρων με αρνητική έννοια δεν είναι ανεξάρτητο από την προσπάθεια των Φράγκων να θέσουν στο περιθώριο της ιστορίας την Ρωμαίικη αυτοκρατορία, αυτή που σήμερα έχουμε μάθει να ονομάζουμε Βυζάντιο, καθώς επίσης να εξυψώνουν τον εαυτό τους, θεωρώντας ότι αυτοί αποτελούν την διάδοχη κατάσταση της παλαιάς μεγάλης και λαμπρής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πραγματικά, ο όρος Βυζάντιο πλάστηκε μόλις στις αρχές του δεκάτου έκτου αιώνος (1562 μ.Χ.) από τον Φράγκο ιστορικό Ιερώνυμο Wolf, χρησιμοποιήθηκε δε αργότερα επανειλημμένως από άλλους δυτικούς συγγραφείς με σκοπό την υποτίμηση της Ρωμηοσύνης. Κάθε τι που έχει σχέση με το Βυζάντιο εθεωρείτο αποβλητέο και περιφρονητέο και άρα καταδικαστέο. Ουσιαστικά θεωρούσαν ότι το Βυζάντιο ήταν μεσαίωνας.
Όμως, στις πηγές δεν γίνεται λόγος για Βυζάντιο, που ήταν η αρχαία ελληνική πόλη η οποία ιδρύθηκε από τον Βύζαντα τον Μεγαρέα, αλλά για Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με την μεταφορά της Πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο η πόλη αυτή ονομάστηκε Νέα Ρώμη, εν αντιθέσει προς την Παλαιά Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από πλευράς πίστεως και θρησκείας ήταν Ορθόδοξη, από πλευράς πολιτισμού ήταν ελληνική, αφού ήταν ελληνισμός σε οικουμενική διάσταση, η δε νομική συγκρότηση διαποτιζόταν από την αρχαία ρωμαϊκή νομοθεσία. Στην Ρωμηοσύνη επικρατούσαν δύο καθιερωμένες γλώσσες ήτοι η ελληνική και η λατινική, αλλά υπήρχε κοινή πίστη και κοινή πολιτιστική παράδοση. Όσοι ενσωματώνονταν σ’ αυτά τα δεδομένα ήταν και λέγονταν Ρωμηοί. Η κατάληψη του δυτικού τμήματος του Ρωμαϊκού Κράτους από τους Φράγκους δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι Φράγκοι προσπάθησαν να πείσουν ότι αυτοί αποτελούν την διάδοχη κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και χαρακτήρισαν όσους είχαν κέντρο την Νέα Ρώμη αιρετικούς, αγύρτες και απατεώνες. Έτσι δικαιολογούνται όλοι οι υποτιμητικοί όροι σε βάρος της Ρωμηοσύνης, τους οποίους εμείς οι διάδοχοι των Ρωμαίων, τους δεχόμαστε ανυποψίαστα και αβασάνιστα.

Πάντως, το γεγονός είναι ότι η Ρωμηοσύνη (τό Βυζάντιο) συνδέεται στενώτατα με την δόξα και την ανύψωση του ανθρωπίνου πνεύματος. Αυτό που μερικοί υποτιμητικά ονομάζουν "βυζαντινισμό" και "βυζαντινολογία" συνδέεται με ό,τι εκλεκτότερο έχει να προσφέρη η ανθρωπότητα. Όταν οι Ρωμηοί συζητούσαν για θεολογικά θέματα το έκαναν για να διασώσουν την ανθρωπιά και τον τρόπο δια του οποίου ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση. Δεν επρόκειτο για απέραντες και ατέρμονες κοινωνικές, πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, αλλά για ενασχόληση με υπαρξιακά θέματα. Γι’ αυτό και οι Ρωμηοί ήταν και είναι πάντοτε επίκαιροι και μοντέρνοι.
Αντίθετα, τον καιρό που οι Φράγκοι κατέλαβαν το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κυριαρχούσαν στην Δύση, επικρατούσε εκεί ένας βαρβαρισμός, ένα πραγματικά επαρχιώτικο πνεύμα. Όταν, δηλαδή, η Ρωμηοσύνη βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, στην Δύση επικρατούσε ένας βάρβαρος μεσαίωνας, αφού η ορθόδοξη θεολογία είχε αντικατασταθή από την σχολαστική θεολογία που περιόριζε την ανθρώπινη εμπειρία στα όρια της ανθρώπινης λογικής. Άλλωστε, η πτώση της σχολαστικής θεολογίας και στην Δύση στις ημέρες μας, και η εξύψωση της αποκαλυπτικής ορθοδόξου θεολογίας είναι δείγματα της διαφοράς των δύο πολιτισμών και των δύο τρόπων ζωής. Γι’ αυτό τίθεται το ερώτημα: "Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα;". Με το κρίσιμο αυτό θέμα ασχολήθηκε ο συγγραφεύς του παρόντος βιβλίου. Νομίζω ότι είναι αρκετά ενημερωτικό και αποκαλυπτικό. Ο αναγνώστης μπορεί να μάθη πολλά πράγματα, να δη αναλυμένη, επεξηγημένη και απλοποιημένη την ρωμαϊκή ιστορία, όπως την περιέγραψαν τελευταία πολλοί επιστήμονες, ιδιαιτέρως όμως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Θα διαπιστώση την αξία του να είναι κανείς Ρωμηός. Ο συγγραφεύς του παρόντος βιβλίου Αναστάσιος Φιλιππίδης μου είναι γνωστός από πολλές δεκαετίες. Τον γνώρισα μαθητή του Δημοτικού Σχολείου στην Έδεσσα. Στην συνέχεια τελείωσε τις σπουδές του στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης Ανατόλια και έπειτα σπούδασε στο Οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου YALE της Αμερικής. Έκανε πολύχρονες μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές πάνω σε οικονομικά θέματα έλαβε το master από το Πανεπιστήμιο GEORGETOWN της Ουάσιγκτον, και εργάστηκε στις ΗΠΑ. Έτσι γνώρισε από πολύ κοντά τον δυτικό τρόπο ζωής και από ό,τι γνωρίζω απογοητεύθηκε από αυτόν. Στην συνέχεια μελέτησε με πολύ ενδιαφέρον τον ρωμαίικο τρόπο ζωής που τον εντυπωσίασε πολύ. Γι’ αυτό ασχολήθηκε με επιστημονικό τρόπο με το θέμα, και είναι αλήθεια με πολύ μεγάλο μεράκι. Αυτό μπορεί να το διαπιστώση ο αντικειμενικός αναγνώστης. Το βιβλίο αυτό δεν είναι αντιευρωπαϊκό, όπως μπορεί εσφαλμένα να νομίση ο επιπόλαιος αναγνώστης, αλλά παρουσιάζει τον τρόπο ζωής της αληθινής Ευρώπης, που ήταν εμποτισμένη στο πνεύμα της Ρωμηοσύνης, της Ευρώπης, δηλαδή, πριν από τον Καρλομάγνο. Γιατί πραγματικά, η σύγχρονη Ευρώπη έχει ως κέντρο της τον Καρλομάγνο, παρουσιάζεται ως διάδοχη κατάσταση του ιδρυτού της "αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους". Όπου κι’ αν σκάψη κανείς στην Ευρώπη, στην γή, στις μνήμες των λαών, στα τραγούδια, στα ήθη και τα έθιμα θα διακρίνη τον αληθινό Ρωμαίικο τρόπο ζωής. Επομένως, όταν σήμερα μιλάμε για Ρωμηοσύνη εννάούμε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς επίσης και τον τρόπο ζωής που εμπνέεται από την ζωή που επικρατούσε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, πριν καταληφθή από τους Φράγκους.
Είμαι βέβαιος ότι το βιβλίο αυτό θα αποτελέση έναν καλό πλοηγό για να μπορέση κανείς να περάση με επιτυχία τον ωκεανό της σύγχρονης ζωής, όπου υπάρχουν τα καρλομαγνικά κύματα, και να πορευθή στο λιμάνι της Ρωμηοσύνης, που είναι πραγματικά ό,τι εκλεκτότερο έχει να επιδείξη η ανθρωπότητα.
Αρχιμανδρίτης. Ιερόθεος Σ. Βλάχος


Υπέρογκες αρχιτεκτονικές• Λαρίων, Φαμαγκούστα,
Μπουφαβέντο• σχεδόν σκηνικά.
Είμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς
το Ιησούς Χριστός νικά
που είδαμε κάποτε στα τείχη της Βασιλεύουσας
τα φαγωμένα από γυφτοτσάντιρα και στεγνά χορτάρια
με τους μεγάλους πύργους κατάχαμα
σαν ενός δυνατού που έχασε, τα ριγμένα ζάρια.

Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος
για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου
καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού
που είχε στα  μάτια ψηφιδωτό
τον καημό της Ρωμιοσύνης
εκείνου του πέλαγου τον καημό
σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλωσύνης.
(Γ. Σεφέρης)

Εισαγωγή

Δεκατρία χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ πολλαπλασιάζονται γύρω μας οι ενδείξεις μιας βαθύτατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Παρά τις παχυλές μεταβιβάσεις πόρων από την Κοινότητα, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση , η Ελλάδα δείχνει να απομακρύνεται παρά να πλησιάζει προς τους εταίρους της. Μέχρι στιγμής, η ελληνική πολιτική αντίδραση σ’ αυτή τη διαπίστωση περιορίζεται στην προσπάθεια για όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκταμίευση χρημάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυριαρχεί, δηλαδή, η άποψη πως πρόκειται καθαρά για πρόβλημα άνισης ανάπτυξης το οποίο θα λυθεί μόλις εισρεύσουν ικανά κεφάλαια και τεχνογνωσία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γνώμη μας είναι πως η ελληνική κρίση είναι διαφορετικής μορφής. Πρόκειται περισσότερο για μια συνολική εθνική κρίση ταυτότητος, όπου η διαφαινόμενη επικράτηση ενός αλλότριου πολιτισμού προκαλεί σπασμωδικές και ανεξέλεγκτες ατομικές αντιδράσεις, πέρα από κάθε ηθικό πλαίσιο και κάθε ιεραρχική δομή. Οι μεταβιβάσεις πόρων δεν πρόκειται να επιλύσουν κανένα πρόβλημα (ούτε καν το στενά οικονομικό), αν δεν προηγηθεί μια συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μας, των πολιτιστικών αιτίων που μας διαφοροποιούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που ακυρώνουν τις συνήθεις συνταγές για υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς, η Ελλάδα θα αναζητάει συνεχώς «κατανόηση» για τα προβλήματά της, ενώ οι κοινοτικοί εταίροι θα αγανακτούν για τη μη συμμόρφωσή μας προς τις οδηγίες τους.
Κατά την άποψή μας, η κρίση που βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά η κατάληξη μιας μακραίωνης αναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει στις μέρες μας η τάση να υποβαθμίζουμε τις ιστορικές διαφορές ελληνισμού και Δύσης καθώς προσπαθούμε να τονίσουμε την «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά» που δήθεν δένει τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποδοχή, για παράδειγμα, της Συνθήκης του Μάαστριχτ – ερήμην του απληροφόρητου ελληνικού λαού – συνοδεύτηκε από έναν προπαγανδιστικό βομβαρδισμό με κεντρικό μήνυμα το ότι η Ελλάδα «επιτέλους» ξαναβρίσκει τον προορισμό της μέσα στην Ευρώπη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάθε άποψη που έρχεται σε αντίθεση με το ιδεολόγημα της ενιαίας ευρωπαϊκής ιδέας και υπενθυμίζει την ιστορική αντίθεση Ελλάδας – Δυτικής Ευρώπης είναι ασφαλώς καταδικασμένη να τεθεί στο περιθώριο στα χρόνια που έρχονται.
Το δρόμο για την αποδοχή αυτής της ουδετεροποιημένης θεώρησης της Ιστορίας τον έχουν ανοίξει εδώ και δυο αιώνες ορισμένοι δυτικοσπουδαγμένοι  Έλληνες λόγιοι που επέβαλαν στο λαό μας μια αντίληψη της ζωής και της Ιστορίας αντίθετη με αυτήν που ο ίδιος ο λαός είχε διατηρήσει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η συστηματική αλλοίωση της πολιτιστικής μας φυσιογνωμίας έχει φτάσει σήμερα στο ακραίο στάδιο σχιζοφρένειας. Βλέπουμε και αναλύουμε τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, τη θρησκεία μας μέσα από τη δυτική άποψη για τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, τη θρησκεία μας.... Κοιταζόμαστε δηλαδή σ’ ένα καθρέφτη που δεν δείχνει εμάς αλλά μια ζωγραφιά του εαυτού μας, φτιαγμένη από τους δυτικοευρωπαίους. Είναι αναπόφευκτο να μη μπορούμε να διορθώσουμε τα αληθινά μας προβλήματα, αφού ούτε καν τα αναγνωρίζουμε στον παραμορφωτικό καθρέφτη μας.
Αποτέλεσμα αυτής της παραμόρφωσης, αλλά και απόδειξη της πολιτιστικής διαφοράς μας, είναι οι συνεχείς παρεξηγήσεις σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Έτσι, οι νεοέλληνες κολακεύονται ακούγοντας επίσημους ξένους να υμνούν τον τόπο που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, κλπ., και θέλουν να αγνοούν ότι την ίδια ώρα οι ίδιοι ξένοι θεωρούν τη σημερινή Ελλάδα ως μια παρηκμασμένη χώρα – όνειδος για την Ευρώπη. Ενώ οι νεοέλληνες θέλουν να καυχιούνται ότι ανήκουν ση Δύση, οι δυτικοευρωπαίοι μας αντικρύζουν ως ένα ενοχλητικό υπόλειμμα Ανατολής μέσα στην Κοινότητά τους.
Αυτές οι παρεξηγήσεις συχνά οδηγούν σε σημαντικά εθνικά προβλήματα, μέχρι και εθνικές καταστροφές, όταν οι νεοέλληνες αδυνατούν να κατανοήσουν την αντίδραση των ευρωπαίων σε «δίκαια» εθνικά αιτήματα. Έτσι ως κράτος βρισκόμαστε συνεχώς προ εκπλήξεων με τη στάση των ξένων άλλοτε για τη Μεγάλη Ιδέα, άλλοτε για τη Μικρασιατική καταστροφή, άλλοτε για το Κυπριακό και, εντελώς πρόσφατα, για το «Μακεδονικό». Κατά τη γνώμη μας, είναι δυστυχώς αναπόφευκτο η αυξανόμενη σήμερα εθνικιστική ένταση στην Ευρώπη να μας προσφέρει και νέες εκπλήξεις στο μέλλον εξαιτίας των λαθεμένων προσδοκιών μας από τους ξένους. Ήδη μέσα στα δυο τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες ενός απίστευτου – για κοινοτικούς «εταίρους» - ανθελληνικού μένους στα δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου. Και, σε ό,τι αφορά τους δυτικοευρωπαίους, είναι φυσικό αυτοί να έχουν τις όποιες απόψεις τους. Το πρόβλημα είναι η δική μας άγνοια για το διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο αυτοί κρίνουν τα πράγματα.
Η εργασία μας αποτελεί μια προσπάθεια να εντοπιστεί ιστορικά η προσέλευση της διαφορετικής οπτικής γωνίας με την οποία βλέπουν την Ελλάδα και την Ευρώπη οι Έλληνες και οι Δυτικοί. Ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα της εθνικής μας ταυτότητας δεν μπορούν να απαντηθούν , αν δεν έχουμε υπόψη μας τις ρίζες των ιστορικών διαφορών μας με τη Δύση.
Ένα παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι, όπως είπαμε, η γνώμη που έχουν οι δυτικοί για τη σημερινή Ελλάδα. Γνώμη βαθύτατα περιφρονητική, όπως έχουν την ευκαιρία να διαπιστώνουν καθημερινά εκατομμύρια συμπατριώτες μας στο εξωτερικό. Οι νεοέλληνες πιστεύουν ότι αυτή η γνώμη έχει ίσως τη ρίζα της στην Τουρκοκρατία, όταν οι ξένοι περιηγητές διαπίστωναν από πρώτο χέρι τη φοβερή καθυστέρηση των ραγιάδων σε σχέση με τη Δύση. Στο βαθμό που η Ελλάδα κουβαλάει ακόμη κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, οι δυτικοί διατηρούν μια περιφρονητική στάση απέναντί της.
Η αντίληψη αυτή είναι εντελώς λαθεμένη και αστήρικτη ιστορικά. Η γνώμη των δυτικών για την Ελλάδα δε σχηματίστηκε κατά την Τουρκοκρατία. Η ίδια περιφρόνηση παρατηρείται κατά τους τελευταίους αιώνες πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν η Λατινική εκκλησία είχε αποδυθεί σε ολομέτωπο αγώνα εκλατινισμού, τόσο θρησκευτικού όσο και γλωσσικού, των Ρωμηών. Την ίδια περιφρόνηση συναντάμε απροκάλυπτη κατά την εποχή των Σταυροφοριών. Κι αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις πραγματικές ρίζες της πρέπει να φτάσουμε στην αρχή της μεσαιωνικής περιόδου, στους αιώνες από τον 5ο ως τον 9ο, όταν διαμορφώνεται για πρώτη φορά ως έννοια η «Δυτική Ευρώπη». Επομένως, η περιφρόνηση των δυτικών δεν προέρχεται από τη σημερινή «ανωτερότητα» του δυτικού πολιτισμού, αλλά από ιστορικές διαφορές που υπήρχαν ακόμη κι όταν οι δυτικοευρωπαίοι ζούσαν στα σκοτάδια της μεσαιωνικής βαρβαρότητας. Με αυτό το πολύ ουσιαστικό ζήτημα ασχολείται αναλυτικά το τρίτο μέρος (κεφάλαια 6, 7 και 8) της μελέτης μας.
Ένα δεύτερο παράδειγμα προβλήματος, το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί αν δεν ερευνηθεί η ιστορική αιτία της διαφοράς μας με τη Δύση, είναι το γνωστό δίλημμα για το αν η Ελλάδα ανήκει (εννοείται πολιτιστικά) στην «Ανατολή» ή στη «Δύση».  Κατά τη γνώμη μας οι σχετικές συζητήσεις συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη τους ορισμένα θεμελιώδη ιστορικά δεδομένα. Όπως θα δούμε στην εργασία μας, η Δυτική Ευρώπη γεννήθηκε, κατά τον 5ο έως 8ο αιώνα, όταν τα βαρβαρικά γερμανικά φύλα συγκρούστηκαν με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, αποκλειστικός φορέας του οποίου ήταν τότε η λεγόμενη «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία. Η δυτικοευρωπαϊκή συνείδηση σχηματίζεται μέσα από την αντιπαράθεση με την Κωνσταντινούπολη και ορίζεται απ’ αυτήν. Δυτικοευρωπαίος από τότε και ύστερα είναι όποιος δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, όποιος δεν αισθάνεται ότι ανήκει στην Οικουμενική Χριστιανική Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, όποιος δεν ασπάζεται τον πολιτισμό που προήλθε από τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Αν δεχτούμε αυτή τη βασική ιστορική θέση, παύουν να έχουν αξία οποιεσδήποτε συζητήσεις για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, στη Δύση, στην Ανατολή. Για τους Ευρωπαίους, η Ελλάδα εξ ορισμού δεν ανήκει στην Ευρώπη τους, αφού είναι η κληρονόμος της αντίπαλης παράδοσης, του αντίπαλου πολιτισμού τον οποίο χρειάστηκε να πολεμήσουν σκληρά οι ίδιοι ώστε να γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ας μη ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή μεσαιωνική ιστορία από το 800 ως το 1400 είναι μια συνεχής σύγκρουση Λατίνων και «Βυζαντινών». Αλλά και σήμερα, οι επίκαιρες συζητήσεις περί της «κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς» δεν περιλαμβάνουν στοιχεία της ρωμαίικης παράδοσής μας. Αντίθετα, τα κατάλοιπα αυτής της παράδοσης θεωρούνται αναχρονιστικά εμπόδια για την ολοκλήρωση της νέας πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Ευρώπης.
Για τους Έλληνες, από την άλλη, δεν έχει νόημα να ταυτίζονται είτε με την Ανατολή είτε με τη Δύση, αφού αυτές οι έννοιες ορίζονται σε (αντιθετική) σχέση με την Ελλάδα: η Δύση υπάρχει, με την πολιτιστική έννοια, επειδή πολέμησε και εξαφάνισε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό –αλλιώς όλη η Ευρώπη θα ήταν ακόμη μια ρωμαίικη επαρχία. Η Ανατολή υπήρξε πάντοτε κάτι διαφορετικό από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, αν και επηρεάστηκε βαθύτατα απ’ αυτόν κατά το Μεσαίωνα. Το συμπέρασμα είναι ότι, ιστορικά, τόσο η Δύση όσο και η Ανατολή ορίζονται σε σχέση με την Ελλάδα, και όχι το αντίστροφο. Αυτό συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι οι Έλληνες υπήρξαν επί 1800 τουλάχιστο χρόνια (από το 600 π.Χ. μέχρι το 1200 μ.Χ.) το αναμφισβήτητα πιο πολιτισμένο έθνος στην Ευρώπη. Επομένως αυτό που συνέβαινε ήταν ότι οι άλλοι λαοί που έρχονταν σε επαφή μαζί μας έπρεπε να πάρουν θέση και να δεχθούν ή να απορρίψουν τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού.
Το ιστορικό πλαίσιο που προτείνουμε εδώ βοηθάει στην κατανόηση ορισμένων προβλημάτων και παρεξηγήσεων που αλλιώς παραμένουν δυσερμήνευτα. Ένα χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η περιβόητη «Ιστορία της Ευρώπης» του Ντυροζέλ που προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις στη χώρα μας. Αιτία η απουσία της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου από την ευρωπαϊκή Ιστορία. Για τους Έλληνες είναι αυτονόητο ότι η αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο αποτελούν θεμελιώδεις παράγοντες στη διαμόρφωση της Ευρώπης. Για τους ξένους όμως, η Ευρώπη αρχίζει από τη στιγμή που εμφανίζονται οι ίδιοι στο προσκήνιο, δηλαδή από τον 4ο μ.Χ. αιώνα με τις εισβολές των Γερμανικών φύλων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.  Η όλη «ευρωπαϊκή ιδέα», που τόσο διαφημίζεται στις μέρες μας δεν αποτελεί παρά την προσπάθεια επανένωσης των απογόνων εκείνων των γερμανικών φύλων. Σ’ αυτό το σχήμα δεν είναι πολύ φανερό το γιατί η Ελλάδα ή το «Βυζάντιο» ανήκουν στην «Ευρώπη». Ίσα-ίσα, η όλη πορεία της Ευρώπης μετά τον 4ο αιώνα δεν ήταν παρά η επέκταση των «Ευρωπαίων» (δηλαδή των βαρβάρων) σε βάρος των «Βυζαντινών» (δηλαδή των Ρωμαίων). Οι δυτικοί ιστορικοί προσπαθούν βέβαια να μας πείσουν ότι Ρωμαίοι και βάρβαροι συγχωνεύτηκαν και έτσι δημιουργήθηκε ο σημερινός δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός. Η άποψη αυτή αποτελεί μια ενσυνείδητη παραποίηση της Ιστορίας την οποία έχουν επιβάλει οι δυτικοί για να αμνηστεύσουν τα εγκλήματα των προγόνων τους και ταυτόχρονα να οικειοποιηθούν τα επιτεύγματα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα πάνω σ’ αυτή τη θεμελιώδη παραποίηση της Ιστορίας στα κεφάλαια 4, 6, και 8 της μελέτης μας.
Η άποψη Ντυροζέλ ήταν «αιρετική» μόνο στο ότι αγνοούσε της αρχαία Ελλάδα. Η παράλειψη του Βυζαντίου είναι κοινός τόπος στις δυτικές ιστορίες της Ευρώπης. Ως ένα από τα αμέτρητα παραδείγματα ας αναφέρουμε την πρόσφατη (1980) πολύτομη γαλλική «Γενική Ιστορία της Ευρώπης» (επιμέλεια C. Livet και R. Mousnier,  έκδοση των Presses Universitaires de France) που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το 1990  από τις εκδόσεις Παπαζήση. Την ελληνική έκδοση μάλιστα προλογίζει ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Γ. Βλάχος, ο οποίος εκφράζει την κατάπληξή του για την απουσία του Βυζαντίου. Αλλά ποια κατάπληξη; Για οποιονδήποτε έχει ζήσει στο εξωτερικό, είναι γνωστό ότι για τους δυτικούς η μεσαιωνική και νεώτερη Ελλάδα δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό που ονομάζεται «Ευρώπη». Ακόμη κι όταν λόγοι «ευγένειας» και «πολιτιστικού πλουραλισμού» επιβάλλουν να συμπεριληφτεί το Βυζάντιο σε τέτοιες εκδόσεις, ο ρόλος του είναι καθαρά περιφερειακός, σαν να επρόκειτο για κάποιο  ασήμαντο δουκάτο της Ανατολής και όχι για την επί αιώνες σημαντικότερη πολιτική και πολιτιστική δύναμη της Ευρώπης. Δυστυχώς η μακραίωνη έχθρα της Δύσης εναντίον των Ρωμηών του μεσαίωνα δεν της επιτρέπει ακόμη και σήμερα να δει αντικειμενικά ένα τόσο «ακίνδυνο»  θέμα  όπως η μεσαιωνική Ιστορία.
Ως τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα ας αναφέρουμε το συλλογικό έργο  «Handbuch der Europaischen Geschichte» του εκδοτικού οίκου Ernst Klert-Cotta της Στουτγάρδης με γενικό εκδότη τον Theodore Schieder που παρουσιάζει την ευρωπαϊκή Ιστορία από την ύστερη αρχαιότητα ως σήμερα  σε εφτά ογκώδεις τόμους. Στον πρώτο τόμο (κυκλοφόρησε το 1976) ο εκδότης βεβαιώνει ότι το έργο δεν περιορίζεται στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, αλλά επεκτείνεται και στην ανατολική για να συμπεριλάβει το σλαβικό και τον ελληνορθόδοξο κόσμο. Κι ωστόσο, ο πρώτος τόμος που καλύπτει την εποχή από το 400 μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα  αφιερώνει μόλις 81 από τις 1061 σελίδες του στο Βυζάντιο. Εφτά αιώνες  Βυζαντινής Ιστορίας καλύπτουν όσο και η εξέταση  της οργάνωσης των βαρβαρικών φυλών κατά τον 5ο αιώνα (75 σελίδες)!
Νομίζουμε ότι τα σχόλια περιττεύουν μπροστά σ’ αυτά τα παραδείγματα. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός  για να μην αντιλαμβάνεται ποια είναι η ευρωπαϊκή άποψη για μας , για την Ιστορία μας, για την παράδοσή μας. Αντί να προσπαθούμε με κομπλεξικές διαμαρτυρίες και ανακοινώσεις να πείσουμε τους δυτικοευρωπαίους να συμπεριλάβουν και μας στην Ιστορία τους, θα έπρεπε, με αφορμή τον Ντυροζέλ, να αρπάξουμε αυτή τη σπάνια εκδήλωση ειλικρίνειας εκ μέρους  τους. Θα έπρεπε επιτέλους να αντιληφθούμε ότι ως λαοί, αλλά και ως πολιτισμοί , ο ελληνικός και ο δυτικοευρωπαϊκός βρίσκονται σε σύγκρουση από την εποχή που πρωτοεμφανίζονται οι δυτικοευρωπαίοι τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Δεν είναι επομένως καθόλου παράξενο το ότι κάποια βιβλία εκφράζουν αυτό που υπάρχει στη συνείδηση κάθε δυτικοευρωπαίου.  Ο Ντυροζέλ θα μπορούσε να γίνει η αφορμή για να σκεφτούμε πιο σοβαρά ποια είναι η δική μας θέση απέναντι σ’ έναν πολιτισμό  κατ’ εξοχήν εχθρικό, κατ’ εξοχήν αντιρωμαίικο. Έναν πολιτισμό που προσπαθεί να επιβάλλει έναν παγκόσμιο τύπο ανθρώπου, εξαφανίζοντας τη μνήμη και τη στάση ζωής κάθε διαφορετικού λαού, μαζί και του ελληνικού.
Η εργασία μας θα προσπαθήσει να αναδείξει  ορισμένες από τις ιστορικές αιτίες της διάστασης ελληνισμού και Δύσης, τονίζοντας αυτές που συνήθως παραγνωρίζονται ή παραποιούνται στην «επίσημη» ευρωπαϊκή, αλλά και ελληνική, ιστοριογραφία. Θεωρούμε  περιττό να αναφερθούμε στις πολιτιστικές διαφορές καθαυτές. Αυτές έχουν περιγραφεί με έξοχο τρόπο από ορισμένα από τα πιο λαμπρά πνεύματα που γέννησε η χώρα  μας τα τελευταία εκατό χρόνια, κι έχουν αποτυπωθεί στο έργο ζωής ενός Περ. Γιαννόπουλου, ενός Γ. Σεφέρη, ενός Φ. Κόντογλου.
Η μελέτη μας είναι, λοιπόν, καθαρά ιστορική. Το πρώτο τμήμα (κεφάλαια 1, 2 και 3) είναι αναγκαστικά αφιερωμένο στο ξεκαθάρισμα της σύγχυσης  που έχει προκληθεί γύρω από την εθνική μας ονομασία. Τα τελευταία 1500 χρόνια έχουμε αποκληθεί με τέσσερα  διαφορετικά ονόματα (Ρωμηοί, Γραικοί, Βυζαντινοί, Έλληνες). Οι λόγοι αυτής της σύγχυσης δεν προήλθαν  από το λαό μας, που πάντοτε γνώριζε το ένα και μοναδικό όνομά του σε όλους αυτούς τους  αιώνες. Προήλθαν από τους δυτικοευρωπαίους εχθρούς μας που επινόησαν διάφορα ονόματα για να μας αποκόψουν από την εθνική μας συνέχεια. Οι ονομασίες χρησιμοποιήθηκαν ως ιδεολογικά μέσα για την εξόντωση του ελληνισμού.
Στο δεύτερο τμήμα (κεφάλαια 4 και 5) εξετάζουμε το σχηματισμό της «ρωμαίικης εθνικής συνείδησης», η οποία διαφέρει ριζικά από τις φυλετικές εθνικές ιδεολογίες των δυτικών χωρών, ξεκινώντας από την εποχή που τα γερμανικά φύλα εισβάλλουν στη δυτική Ευρώπη. Οι δύο συνιστώσες αυτής της συνείδησης είναι η υπερεθνική μορφή του κράτους και ο Χριστιανισμός  Η κατανόηση της ρωμαίικης εθνικής ιδεολογίας αποτελεί απαραίτητο βήμα για την κατανόηση της ιδιαιτερότητας της Ρωμηοσύνης απέναντι στη Δύση.
Στο τρίτο τμήμα (κεφάλαια 6, 7 και 8) παρουσιάζουμε ορισμένα προβλήματα των «Σκοτεινών Χρόνων» (7ος-8ος αιώνας), οπότε σημειώνεται μια μεγάλη ρήξη στην ευρωπαϊκή Ιστορία: ένας βαρβαρικός λαός, οι Φράγκοι, ξεκινάει μια συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας με σκοπό να οικειοποιηθεί το Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο. Από εκείνη τη στιγμή, όπως θα δούμε, η δυτική Ευρώπη κάνει την επιλογή της άρνησης και της σύγκρουσης με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Μέσα απ’ αυτή τη σύγκρουση αποχτάει η «Ευρώπη» για πρώτη φορά την αυτοσυνειδησία της και γεννιέται ως ξεχωριστό φαινόμενο ο δυτικός πολιτισμός. Στη ρήξη αυτή βρίσκονται οι πηγές της διάστασής μας με τους δυτικοευρωπαίους.
Από τον 9ο αιώνα και μετά, η Ρωμηοσύνη και η Δύση ακολούθησαν αποκλίνουσες πορείες, καθώς η Δύση εκδήλωσε το θανάσιμο μίσος της για κάθε τι ρωμαίικο. Οι εξωτερικές εκφράσεις αυτού του μίσους (Σχίσμα, «σταυροφορίες», Φραγκοκρατία, κλπ) υπήρξαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τους προγόνους μας και σημάδεψαν τον προσανατολισμό της Ρωμηοσύνης. Μια αναλυτική περιγραφή αυτής της περιόδου, όμως, βρίσκεται έξω από τα όρια της μελέτης μας. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ είναι η διερεύνηση της πρωταρχικής ρήξης, της πηγής των συγκρούσεων που ακολούθησαν.
Η έκδοση της παρούσας μελέτης δεν θα  ήταν δυνατή χωρίς την αγάπη και την προτροπή του σεβαστού μου πατρός Ιεροθέου Βλάχου, ο οποίος διάβασε το χειρόγραφο και πρότεινε σειρά υποδείξεων για τη βελτίωσή του. Για όλα αυτά εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου. Για τον ενήμερο αναγνώστη θα γίνει επίσης φανερό ότι αυτή η μελέτη οφείλει τα μέγιστα στο πρωτοποριακό έργο του πατρός Ι. Ρωμανίδη «Ρωμηοσύνη». Η γνώμη μας είναι ότι, για διάφορους λόγους, η «Ρωμηοσύνη» δεν έχει προσεγγίσει όσους αναγνώστες θα μπορούσε. Πάντως, επειδή οι απόψεις του Ρωμανίδη είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες, προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε σε μια ανεξάρτητη ανάγνωση ορισμένων πηγών για να εξακριβώσουμε σε ποια σημεία επιβεβαιώνονται. Έτσι, όπου είχαμε τη δυνατότητα ελέγχου των πηγών το κάναμε, χωρίς να χρειάζεται να παραπέμψουμε στο Ρωμανίδη. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνά μας βρίσκεται σε σχεδόν απόλυτη συμφωνία  με τα συμπεράσματα του Ρωμανίδη.
Θα μπορούσε να αντιπαρατηρήσει κάποιος ότι, όποιο κι αν είναι το συμπέρασμα μιας ιστορικής μελέτης, όλα αυτά λίγη σχέση έχουν με τα καυτά σημερινά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς διαφωνούμε μ’ αυτή την άποψη. Πιστεύουμε, κατ’ αρχήν, ότι η Ιστορία προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που  αντιμετωπίζουμε και σήμερα, επειδή ακριβώς τα ίδια ερωτήματα έχουν τεθεί και κατά το παρελθόν, Το όλο πρόβλημα Ελλάδας-Δύσης είναι ένα χαρακτηριστικό  παράδειγμα προβλήματος που υφίσταται εδώ και 1500 χρόνια. Ιδιαίτερα σε περιόδους όξυνσης των εθνικών μας κινδύνων καταντάει αυτοκαταστροφικό το να μην έχουμε συναίσθηση της βαθιάς πολιτιστικής αντιπαλότητας  που χαρακτηρίζει τα αισθήματα των δυτικών απέναντί μας.
Πέρα απ’ αυτό όμως, η ιστορική γνώση διαπλάθει και το όραμα που έχουμε για το μέλλον. Η εντύπωση που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα, για το Βυζάντιο ή για τη δυτικοευρωπαϊκή Ιστορία καθορίζει, συνειδητά ή υποσυνείδητα, το τι είδους κοινωνία οραματιζόμαστε. Ίσως αυτό να εννοεί και ο Σεφέρης όταν λέει πως «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».  Ο μόνος τρόπος  για να ξεπεράσουμε τα σημερινά μας προβλήματα είναι να ξαναβρούμε τη χαμένη ιστορική μας μνήμη και να έρθουμε έτσι πάλι σε επαφή με αυτό που πραγματικά είμαστε, με αυτό που πραγματικά αγαπά η ψυχή μας. Και τότε θα διαπιστώσουμε πως, όσο κι αν προσπαθούμε να το αρνηθούμε, πιστεύοντας ότι είμαστε ένα με τους δυτικοευρωπαίους, η καθημερινή μας ζωή, οι χαρές, οι πίκρες, οι ελπίδες, τα γλέντια και οι απογοητεύσεις μας είναι όλα διαποτισμένα από ένα αίσθημα αποκλειστικά δικό μας, άγνωστο στους δυτικούς, που μπορεί και να ονομάζεται «καημός της Ρωμηοσύνης»…



ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗΣ  ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΥΣΗΣ

Αναστασίου Φιλιππίδη

Όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στόν Συγγραφέα του

Απαγορεύεται η εμπορική αξιοποίηση τού 'Εργου

Πηγή Ηλεκτρονικού κειμένου

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ

Οι εθνικές μας ονομασίες






Μέρος Α’
Οι εθνικές μας ονομασίες

Κεφάλαιο 1
Τα δύο ρεύματα του 19ου αιώνα

Θα ξεκινήσουμε τη μελέτη μας με μια διευκρίνηση σχετικά με τους όρους «Έλληνας» και «Ρωμηός», κάτω από τους οποίους υπολανθάνει μια τεράστια διαμάχη. Οι Έλληνες του 1994 μένουν ίσως έκπληκτοι όταν ανακαλύπτουν ότι μέχρι τις αρχές του αιώνα μας δόθηκε σκληρή ιδεολογική πάλη ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο λέξεις για την εθνική μας ονομασία. Η πάλη αυτή αντανακλούσε τη γενικότερη σύγκρουση δύο κυρίαρχων ιδεολογικών τάσεων στο χώρο μας, που άρχισε από τον 18ο αιώνα, αν και οι ρίζες της μπορούν να αναχθούν αρκετούς αιώνες πριν.
Από την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και μετά δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους. Το πρώτο προσπάθησε να μεταδώσει τις αξίες του ευρωπαϊκού ουμανισμού στους σκλαβωμένους Έλληνες και να «καθαρίσει» τη γλώσσα και τα έθιμα του λαού από τέσσερις αιώνες σκοταδιού. Για να αντλήσει υποστήριξη από τους ξένους χρησιμοποίησε την αρχαιολατρεία της εποχής του ρομαντισμού και διέδωσε με ενθουσιασμό τη θεωρία της φυλετικής προέλευσης των σημερινών Ελλήνων από τους αρχαίους. Σε μια εποχή που μεγάλα ονόματα της Ευρώπης όπως ο Γκαίτε, ο Μπάυρον, ο Χαίλντερλιν, ο Σέλλεϋ, κλπ. Υμνούσαν την επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο κλασικό παρελθόν, η ύπαρξη κάποιων καθαρών απογόνων του Περικλή προκαλούσε ρίγη συγκίνησης σε πολλούς πνευματικούς κύκλους της Ευρώπης.

Το ρεύμα αυτό προσπάθησε να επιβάλει μια αττικίζουσα γλώσσα στους Έλληνες, ώστε η ταύτιση με τους αρχαίους να γίνει ακόμη πιο αληθοφανής, και ταυτόχρονα συντάχθηκε απόλυτα με τις απόψεις των δυτικοευρωπαίων για τη μεσαιωνική μας Ιστορία: ο βυζαντινός μεσαίωνας ήταν μια περίοδος σκοταδισμού, «θρησκείας και βαρβαρότητας» όπως έλεγε ο Γίββων, γεμάτη δολοπλοκίες, ίντριγκες σε σκοτεινά παλάτια και ατέρμονες συζητήσεις πάνω σε άλυτα και ακατανόητα  θεολογικά προβλήματα που δεν ενδιέφεραν κανέναν. Την άποψη αυτή αποδέχεται ακόμη και σήμερα μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της τάσης ήταν ο Κοραής  και μετά απ’ αυτόν ο Ι. Ρίζος-Νερουλός, ο Στ. Κουμανούδης και πολλοί θιασώτες της καθαρεύουσας. Για παράδειγμα, το 1841 ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, πρόεδρος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, και πρώην υπουργός Εκκλησιαστικών, διακήρυττε πως «η βυζαντινή Ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδητος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων».
Το δεύτερο ρεύμα είχε πιο βαθιές ρίζες και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η αρχή του. Πιο εύκολο είναι να περιγραφούν οι θέσεις του. Κατ’ αρχήν, δε δεχόταν τόσο εύκολα το νεωτεριστικό όνομα «Έλληνες», τη στιγμή που όλοι οι υπόδουλοι ομοεθνείς μας γνώριζαν μόνον ότι είναι Ρωμηοί. Η διαφορά δεν είναι απλώς τυπολογική, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια. Κατά δεύτερον, οι τωρινοί Ρωμηοί δεν ένιωθαν ότι είχαν άμεση συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες. Πολύ πιο κοντινούς αισθανόντουσαν τους Ρωμηούς της μεσαιωνικής εποχής: ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί διατεθειμένοι να θυσιαστούν για την πίστη τους όπως και κείνοι, δάκρυζαν το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» και όχι τους παιάνες του Αισχύλου, τιμούσαν τη μνήμη των «ευσεβών βασιλέων της Κωνσταντινουπόλεως», όνειρό τους όλα τα χρόνια της δουλείας ήταν η απελευθέρωση της Πόλης την οποία αναγνώριζαν ως μόνο εθνικό κέντρο, και τέλος έδειχναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη δημώδη γλώσσα και στην παράδοση του λαού.
Το ρεύμα αυτό εκπροσωπείται από πολλούς λόγιους, χωρίς ενιαίο πρόγραμμα ή ιδεολογία. Στο σκέλος που αφορά την εθνική ονομασία «Ρωμηοί» μπορούμε να αναφέρουμε τον Δ. Καταρτζή, τον Γ. Τυπάλδο-Ιακωβάτο και αργότερα πολλούς δημοτικιστές, ένας από τους οποίους, ο Αργ. Εφταλιώτης, έφτασε να γράψει το 1901 «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» που ξεκινάει το 146 π.Χ., με την κατάκτηση δηλαδή της Ελλάδας από τους Ρωμαίους! Ο Δ. Καταρτζής (1730-1807) στο έργο του «Γνώθι σαυτόν», όπου κάνει μια ιστορική αναδρομή στις λέξεις Έλληνας και Ρωμηός, συμπεραίνει: «πως (λοιπόν) μερικοί σπουδαίοι ενάντια και στους κανόνες της γραμματικής τολμούν ν’ αλλάζουν σημασία λέξης, και να λεν τον εαυτό τους Έλληνες, και να μην το ‘χουν πρόκριμα καθό Χριστιανοί και ατιμία, καθό Ρωμηοί, που οι γονείς μας Ρωμαίοι δεν το εδέχτηκαν οξ από έναν, τον παραβάτη Ιουλιανό, που ενασμονίζονταν να λέγεται Έλληνας».
Ο επτανήσιος Γ. Τυπάλδος-Ιακωβάτος έγραφε χαρακτηριστικά κατά τη δεκαετία του 1830: «ένα τμήμα του ιδανικού έθνους έχει λευτερωθεί, είναι η επαρχία της Ελλάδας». Απομένει το υπόλοιπο, «ο θρόνος του Μεγάλου Κωνσταντίνου», και μαζί μ’ αυτό το άλλο «μικρότατο μέρος της Ρωμιοσύνης, τα εφτά νησιά, που και κει, για να σιάξουν τα πράματα, θα πρέπει να αερισ’ η ρωμαϊκή σημαία».
Ο αρχηγός του δημοτικιστικού κινήματος, ο Ψυχάρης, πίστευε ότι «όταν το 1821 ο Μπότσαρης και οι όμοιοί του ξεσηκώνονταν υπάκουαν χωρίς μήτε να το ξέρουν σε μια ρωμαϊκή πολιτική ώθηση».  Χαρακτηριστική είναι και η επιγραφή που άφησε ο Ψυχάρης στον τάφο του: «Τραγουδήστε μου ένα μοιρολόι από κείνα που σας άκουσα να τραγουδάτε σαν ήμουνα παληκάρι και πήγα στα χωριά της μαστίχας να μάθω τη λαλιά σας, τα ρωμαίικα. Ποιος ξέρει, μπορεί να με ξυπνήσετε άξαφνα ως και στον τάφο, τόσο τ’ αγάπησα, τόσο βαθιά τα ‘βαλα μέσα για μέσα στην καρδιά μου, τη ρωμαϊκή μου την καρδιά».  Είναι άλλωστε αξιοσημείωτο ότι το περίφημο περιοδικό όργανο των δημοτικιστών έφερε τον τίτλο «Νουμάς» (Ο Νουμάς δεν ήταν άλλος από το δεύτερο βασιλιά της αρχαίας Ρώμης!).
Τα δύο ρεύματα βρίσκονταν σε σύγκρουση σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μια αναλυτική εξέταση αυτής της σύγκρουσης θα ξέφευγε από το πλαίσιο της εργασίας μας. Πάντως οι σκοπιμότητες που κρύβονταν πίσω από τη χρήση των εθνικών ονομασιών δεν είχαν διαφύγει της προσοχής των ξένων. Το 1857 ένας κορυφαίος φιλέλληνας Γάλλος ιστορικός έλεγε στον Σπ. Ζαμπέλιο: «Το δη παραδοξότερον, οι πλεονέκται ούτοι φίλοι μας (οι νεοέλληνες) προς μηδέν άλλο βλέποντες, ή προς το ίδιον συμφέρον, το μεν πρωί καλούνται κατά λόγον ιστορικόν Έλληνες, εν δε μεσημβρία λέγονται κατά λόγον πολιτικόν Ρωμαίοι, το δε εσπέρας αμφότερα συμβιβάζοντες γίνονται Γραικορωμαίοι».
Το σίγουρο είναι ότι μέχρι τις αρχές του αιώνα μας το ζήτημα δεν είχε λυθεί. Το 1901, η έκδοση του πρώτου τόμου της «Ιστορίας της Ρωμιοσύνης» του Εφταλιώτη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, όχι μόνο για τη γλώσσα της (ήταν το πρώτο βιβλίο Ιστορίας στη δημοτική), αλλά και για τη χρήση του όρου «Ρωμιοσύνη». Ακολούθησε μια έντονη διαμάχη που δίχασε τους Έλληνες διανοούμενους, με πρωταγωνιστές τους Γ. Χατζιδάκι και Ν. Πολίτη από τη μια πλευρά (εναντίον του όρου «Ρωμηοί») και τους Κ. Παλαμά, Γρ. Ξενόπουλου από την άλλη.
Απ’ ότι φαίνεται, μετά από εβδομήντα χρόνια ελεύθερου βίου, ο πολύς κόσμος δεν είχε συνηθίσει ακόμη το όνομα «Έλλην». Όπως έγραφε τότε ο Κωστής Παλαμάς, το «Ρωμιός» ερχόταν στο στόμα του κόσμου «πιο πολύ από το γιορτιάτικο και δυσκίνητο όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμιός, και κρατούσε ως τα χτες ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία (...) και σημαίνει κι ως την ώρ’ ακόμα, για τον πολύ λαό, τον αντρειωμένο, το γίγαντα».  Ο Κωστής Παλαμάς είχε συλλάβει επακριβώς την ουσία της διαμάχης:
«Οι όροι Ρωμιός και Ρωμιοσύνη επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόισα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια αγάλια, από την επίσημη γλώσσα». «Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα κάθε άλλο είναι παρά για ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη». Και, δικαιώνοντας τον Εφταλιώτη για την επιλογή του όρου «Ρωμιοσύνη», κατέληγε: «κάποιο αγνότερο και πιο βαθύ αίσθημα γλωσσικό δεν μπορεί παρά να βρη ακόμα στη λέξη Ρωμιοσύνη κάτι τι ποιητικά και μουσικά χρωματισμένο, κάτι τι φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο, που νομίζω πως δεν τόχει ο Ελληνισμός, με όλη τη βαριά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια».
Παρ’ όλα αυτά, η σκληρή πολεμική, που έφτασε μέχρι το σημείο να αμφισβητεί τον πατριωτισμό του Εφταλιώτη, οδήγησε τον τελευταίο στο να μη δημοσιεύσει ποτέ τους υπόλοιπους τόμους της «Ιστορίας» του. Σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε αγωνιωδώς να καλύψει τετρακόσια χρόνια «καθυστέρησης» απέναντι στη «φωτισμένη» Ευρώπη, δεν μπορούσε βέβαια να γίνει δεκτή η άποψη πως «αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται» ...
Οι υπέρμαχοι του «αντιρωμαίικου» αγώνα είχαν φτάσει να διακηρύττουν ότι ως λαός έχουμε σχέση μόνο με την αρχαία Ελλάδα και ότι η μεσαιωνική περίοδος είναι ολότελα ξένη προς τη νεώτερη Ελλάδα.  Και μάλιστα ως «αρχαία Ελλάδα» εννοούσαν την κλασική Ελλάδα, αυτήν που οι ξένοι αποκαλούν μέχρι και σήμερα «Greece proper» («καθαυτό Ελλάδα»), δηλαδή τη χώρα νότια των Θερμοπυλών. Για παράδειγμα, ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ισχυριζόταν το 1841 ότι Ελλάδα είναι μόνο το ελληνικό κράτος (του 1830). Όσοι άλλοι το πατούν ή το πάτησαν είναι ξένοι. Συνεπώς ξένος ήταν ο Φίλιππος, νικητής των Ελλήνων στη Χαιρώνεια, ο οποίος μάλιστα, «έπραξεν άλλον της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησεν τον Αλέξανδρον».
Αυτές οι απόψεις είχαν αποκτήσει και πολιτική έκφραση κατά τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Π. Καρολίδη, επιμελητή και συνεχιστή της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Παπαρρηγόπουλου, «αι τοιαύται γελοιωδώς παράδοξοι δοξασίαι, προϊόντα αμαθείας και ακρισίας, είχον και την πολιτικήν αυτών ροπήν επί μερίδα λογίων κηρυττόντων ότι των νυν Ελλήνων αι πολιτικαί ροπαί και τάσεις και εθνικαί ιδέαι πρέπει να μη υπερβαίνωσιν τα όρια της αρχαίας Ελλάδος».
Όπως είναι φανερό, σε μια χώρα που γνώριζε ότι τα τρία – τέταρτα των ομοεθνών της  εξακολουθούσαν να ζουν υποδουλωμένοι, μια τέτοια παραποίηση της Ιστορίας εγκυμονούσε σοβαρούς εθνικούς κινδύνους. Και πως να μην εγκυμονούσε, όταν ο Κοραής είχε ανοίξει τον δρόμο για την αποδοχή μιας τέτοιας θεώρησης προσπαθώντας να φωτίσει τους ραγιάδες με λόγια όπως: «το έθνος είναι πτώμα σπαραττόμενο από κόρακας. Απέθανεν η πατρίς... αφ’ ότου μας επάτησεν ο Φίλιππος έως το 1453».  Ευτυχώς που οι σλαβομακεδόνες των Σκοπίων δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη τον Κοραή...
Για να είμαστε μάλιστα ακριβείς, του Κοραή ούτε η λέξη «Έλληνας» του άρεζε. Στον περίφημο «Διάλογο δύο Γραικών» (1805) έγραφε: «Ένα από τα δύο λοιπόν ταύτα (Έλληνας ή Γραικός) είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρόκρινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης». Και παρακάτω: «Όχι μόνον απάνθρωποι αλλά και μωροί προς τούτοις έπρεπε να ονομασθώμεν εάν επροκρίνομεν τ’ όνομα των Ρωμαίων από τ’ όνομα των Γραικών», για να καταλήξει: «όστις μ’ ονομάση πλέον Ρωμαίον, θέλω τον στοχάζομ’ ως εχθρόν μου. Από της σήμερον εις το εξής είμαι Γραικός».  Το «Γραικός», όπως έχει τονίσει ο Ρωμανίδης και θα εξετάσουμε αναλυτικά στο κεφάλαιο 7, είναι μια εθνική ονομασία την οποία μας απέδωσαν τα «φωτισμένα» έθνη της Ευρώπης, κατά τον 8ο αιώνα, όταν ακόμα βρίσκονταν στα βαθύτερα σκοτάδια της Ιστορίας τους. Δυστυχώς η οριστική μελέτη για το σκοταδιστικό ρόλο του Κοραή στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας περιμένει ακόμη το συγγραφέα της... Όσο για την ταλαίπωρη Ελλάδα, μετά τα όσα είπαμε ως τώρα, γίνεται αντιληπτό ότι τα σύνορα του 1830 δεν ήταν καθόλου τυχαία: αντιστοιχούσαν ακριβώς στα όρια της αρχαίας Ελλάδας, όπως τα έβλεπαν οι ξένοι και οι εγχώριοι μιμητές τους. Η αποδοχή της ονομασίας «Έλληνες» πρόσφερε το απαραίτητο ιδεολογικό άλλοθι σε όσους ήθελαν μια μικρή Ελλάδα στα όρια του 1830...