Η μεταστροφή στην Ορθοδοξία του γνωστού ηθοποιού Jonathan Jackson!
Είναι αλήθεια συναρπαστικό να βλέπεις ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας και τρόπου ζωής να βρίσκουν στην Ορθοδοξία έναν κοινό παρανομαστή.Όταν οι άνθρωποι αναζητούν τον Χριστό με ανοιχτή καρδιά και ταπείνωση,Εκείνος τους οδηγεί στην Αλήθεια.
Μεγάλη εντύπωση προκάλεσε η είδηση ότι ο γνωστός ηθοποιός Jonathan Jackson (κάτοχος βραβείων Emmy,πρωταγωνιστής πολλών ταινιών,ο οποίος έγινε γνωστός από τον ρόλο του Λάkι στο σήριαλ General Hospital),ασπάστηκε την Ορθοδοξία μαζί με την οικογένειά του-τώρα είναι κατηχούμενοι-και πρόκειται να βαπτιστεί το Μέγα Σάββατο.
Μπορείτε να ακούσετε μία συνέντευξή του στο ancientfaith.com/podcasts
Μεταξύ άλλων, στην ερώτηση «Τι μήνυμα θέλεις να στείλεις στους φανς σου για την Ορθόδοξη πίστη»απάντησε:
«Θα ήθελα να είμαι με την μεριά εκείνη που προτιμάει τα λίγα λόγια και δίνει περισσότερη βάση στην προσευχή.Νομίζω ότι είναι το πιο ωραίο πράγμα που μπορείς να νοιώσεις.
Ο Θεός αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο που έδωσε τον μονογενή Του Υιό για να σώσει όλη τη δημιουργία.Αν κάποιος πλησιάζει τον Θεό,τότε εκεί είναι το τέλειο σπίτι.Αν προέρχεσαι από διαφορετική νοοτροπία ή παράδοση κάποιες φορές είναι δύσκολο αλλά είναι μία ευλογία να κάνεις την υπέρβαση»
Σταχυολογήματα Λόγου, Εμπειρίας, Κριτικής Σκέψης, Στάσης Ζωής και Ορθόδοξης Πνευματικότητας - Σεργιάνι στην Μνήμη, την Ιστορία, τον Πολιτισμό και την Παράδοση ως Αντίδοτο στη Λήθη και την Ακηδία.
''Τελειότατη κοινωνία ονομάζω αυτήν, όπου έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία, έχουν εκλείψει οι προσωπικές διαφορές και έχουν εξαφανιστεί οι έριδες και οι φιλονικίες. Είναι η κοινωνία όπου όλα είναι κοινά. Οι πολλοί είναι ένας και αυτός ο ένας δεν υπάρχει μόνος του, αλλά ζει μέσα στους πολλούς''
Μ. Βασιλείου, Ασκητικές Διατάξεις
Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012
Αποσπασματικά
«Οι πρόγονοί μας φύτευαν ελιές, αν και ήξεραν ότι δεν θα τις δουν να καρπίζουν»
Κορνήλιος Καστοριάδης
Κάποτε πλησίασε τον τροπαιούχο νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, ένας ξένος διαπρεπής συνομιλητής, «πειράζων αυτόν και λέγων»: «Μα πιστεύετε σοβαρά ότι είστε πραγματικά απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;». Απαντά ο Σεφέρης: «Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε Ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισε με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Λεωνίδα και τον Παπαφλέσσα, και ένιωσε την ψυχή της να βουρκώνει την Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεανθρώπου».
(Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο της Μερόπης Σπυροπούλου, «Οικογένεια ώρα μηδέν», εκδ. «Αρχονταρίκι», σελ. 131).
Κορνήλιος Καστοριάδης
Κάποτε πλησίασε τον τροπαιούχο νομπελίστα μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, ένας ξένος διαπρεπής συνομιλητής, «πειράζων αυτόν και λέγων»: «Μα πιστεύετε σοβαρά ότι είστε πραγματικά απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;». Απαντά ο Σεφέρης: «Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε Ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισε με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Λεωνίδα και τον Παπαφλέσσα, και ένιωσε την ψυχή της να βουρκώνει την Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεανθρώπου».
(Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο της Μερόπης Σπυροπούλου, «Οικογένεια ώρα μηδέν», εκδ. «Αρχονταρίκι», σελ. 131).
Μνήμη Μανώλη Ρασούλη
Μια άγνωστη επιστολή, που είχε στείλει ο τραγουδοποιός Μανώλης Ρασούλης, λίγο πριν το θάνατό του στη φίλη του και δημοσιογράφο Ζωή Νιομανάκη έφερε στο φως της δημοσιότητας η εφημερίδα "Το Ποντίκι".
Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού καναλιού WDR (West Deutscher Rundfunk), ένα χρόνο μετά το θάνατο, του μεγάλου καλλιτέχνη και παρατηρώντας την Αθήνα του σήμερα, επιλέγει να τη μοιραστεί με όλους μας, θεωρώντας ότι οι τελευταίες του δημόσιες κουβέντες, αξίζουν να φτάσουν σε όλους τους Έλληνες.
Ολόκληρη η επιστολή του Μανώλη Ρασούλη
Νοέμβριος 2010
«Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: ‘‘Άκουσον μεν, πάταξον δε’’.
Ο σκοπός της επιστολής μου είναι να στείλω δύο μηνύματα:
1. Εγώ προσωπικά δεν δέχομαι τους τίτλους pigs - οκνηρός - άσωτος κ.λπ. που μας φόρτωσαν γενικεύοντας κάποιοι απ’ τα βόρεια.
2. Υπάρχει μια Ελλάδα μες στην Ελλάδα, όπως υπήρχε μια Γερμανία από το 1933 έως το 1945.
Η αλήθεια είναι ότι εδώ και 25 χρόνια, ζώντας με τους συμπατριώτες μου, βιώνοντας μια διαρκώς γενικευόμενη, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, έλεγα ότι αυτό το στυλ θα καταστρέψει την Ελλάδα, μπορεί και την ανθρωπότητα. Έκανα το οτιδήποτε να εκφράσω το αντίδοτο. Μάλλον απ’ ό,τι φαίνεται ηττήθηκα.
Στην Ελλάδα σφυρηλατήθηκε και εγκαθιδρύθηκε ένας μέσος πολίτης, μικροαστός, νεόπλουτος, αρχοντοχωριάτης. Επικυριάρχησε στο κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό, ψυχολογικό, αισθητικό προσκήνιο, καταστρέφοντας τον ρυθμό και το στυλ της χώρας.
Επίσης, καταστρέφοντας τη λαϊκή κουλτούρα, δηλαδή το αυθεντικό τραγούδι, που είναι το θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς μας, απαξιώνοντας την λόγια ποίηση, εγκαθιδρύοντας, διά πυρρός και σιδήρου, τα πολιτιστικά κέντρα της χαράς και της αισιοδοξίας, όπως τα ονόμασαν, κάτι χαζοκαμπαρέ, τα λεγόμενα σκυλάδικα.
Διαμόρφωσαν έναν χαζοκαμπαρετζίδικο τρόπο σκέψης, καθιστώντας την Ελλάδα ένα νομιμοποιημένο πορνοστάσιο.
Ο πολιτισμός, καθώς και ο τουρισμός, δέχτηκαν σκληρά πλήγματα. Από τους περιηγητές του ’60 φτάσαμε στα ξενοδοχεία των 5.000 ανθρώπων που, με τα βραχιολάκια στο χέρι, βίωναν τις διακοπές τους και έφευγαν σχεδόν χωρίς να ξέρουν σε ποια χώρα τους φέραν. Η εποποιία του Ζορμπά, των παιδιών του Πειραιά, παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Πωλήθηκαν κατά κόρον και ο μύθος και η παρθενικότητα της χώρας, αλλά και το συμπαθές ναΐφ του μέσου ρωμιού αντικαταστάθηκε από την κουτοπονηριά, από το απρόσωπο, από τον μέσο όρο των super market και των τραπεζών και τώρα το σλόγκαν του Υπουργείου Τουρισμού “Έλα στην Ελλάδα να ζήσεις τον μύθο σου“ ακούγεται γελοίο και κούφιο.
Υπάρχει μια άλλη Ελλάδα μες στην Ελλάδα, εξόριστη και καταδικασμένη από τα ποικίλα golden boys και τους εγχώριους κερδοσκόπους που δεν αναγνωρίζουν πατρίδα ή πολιτισμό, αλλά ορκίζονται στη money-land. Ανίκανοι και άπληστοι.
Δεν συμμετείχα στους ολυμπιακούς αγώνες γιατί ήμουν σίγουρος ότι μετά την φαμφάρα θα ακολουθούσε η ξεφτίλα, όπως και έγινε. Η Αθήνα είναι πρωτοφανές φαινόμενο πρωτεύουσας που έχει τον μισό πληθυσμό της χώρας στην επικράτειά της. Αλαζονική πόλη, αφού λανσάρεται ως μητέρα της δημοκρατίας και του μέτρου. Τώρα είναι αμετροεπής μητρόπολη, βρώμικη μητέρα απίστευτης εγκληματικότητας. Δημοκρατία δεν υπάρχει, πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει.
Όλα ελέγχονται από το ΔΝΤ, την Ευρώπη, τους Γεωργιανούς και Ρουμανόγυφτους εγκληματίες. Παλιότερα σκεφτόμουν μήπως φέρναμε 100 Γερμανούς (βλέπε Ρεχάγκελ), να αναλάβουν για 100 χρόνια τη χώρα, μπας και ισορροπήσει. Θα με κατηγορούσαν για ανθέλληνα. Τώρα τους έφεραν ή ήρθαν λόγω ανωτέρας βίας και την πληρώνουν αυτοί που δεν έφταιξαν. Χιλιάδες χάνουν τις δουλειές τους, άλλοι αυτοκτονούν και άλλοι αγοράζουν ακριβά σπίτια στο κέντρο του Λονδίνου.
Κατά τα άλλα, τα εκλεκτά στελέχη του ελληνικού status πουλούν φούμαρα ότι είναι απόγονοι του Αριστοτέλη, του Σωκράτη και του Ηράκλειτου. Και αυτά χωρίς εσωτερική λογική, και έτσι ξανακαταλήξαμε σε μια νέα greek salad, σε μια δραματική φαρσοκωμωδία. Εγώ προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει και να αντιπροτείνω κάποιες λύσεις. Ως εκ τούτου υπέστην ποικίλα πογκρόμ.
Ηττήθηκε η αντίληψή μας, γι’ αυτό φτάσαμε στο παρόν χάλι. Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά είναι μέρος μιας παγκόσμιας κρίσης. Το ανθρώπινο είδος βρίσκεται στο απόλυτο αδιέξοδο. Ο πλανήτης έχει καταστραφεί. Δεν μπορούμε πια να αναπτύξουμε τους ρυθμούς της βιομηχανίας όπως παλιά και ταυτόχρονα να σώσουμε το περιβάλλον.
Τι μέλλει γενέσθαι; Κάθε κρίση γεννά πόλεμο. Το απεύχομαι και κάνω κάθε τι για να μην μας συμβεί. Γεννήθηκα σαράντα μέρες μετά τη βόμβα στη Χιροσίμα. Ως εκ τούτου προσπαθώ στη Μέση Ανατολή, εδώ και οχτώ χρόνια, να δημιουργηθεί ένας κοινός παρονομαστής για τους δυο λαούς, γιατί από αυτό το άλυτο πρόβλημα μπορεί να ξεκινήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος.
Ονειρευόμουνα να γίνει η Ελλάδα μια πολιτισμική Ελβετία και μητέρα που θα κυοφορήσει ένα όραμα για την παγκόσμια ειρήνη. Τώρα είμαστε στο στόχαστρο όλου του δυτικού κόσμου και παράδειγμα προς αποφυγή. Να μην ξεχάσω να πω ότι πριν από χρόνια έστειλα μια επιστολή στην Süddeutsche Zeitung περί όλων αυτών, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν για το θέμα.
Πέρυσι και φέτος ο Γερμανός ανταποκριτής της ίδιας εφημερίδας στην Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Ελλάδα, μου πήρε δύο συνεντεύξεις και πάλι η διεύθυνση της εφημερίδας αδιαφόρησε. Πάντως εγώ προσπάθησα.
Επίσης, ως προς το θέμα που ετέθη να πουλήσει η Ελλάδα τα νησιά της και την Ακρόπολη, έχω να πω: (α) Η Ακρόπολη δεν είναι ιδιοκτησία μας. Ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και (β) Μεγάλες εκτάσεις της Ελλάδας, και όχι μόνο, έχουν αγοραστεί από Γερμανούς. Πρόσφατα συμμετείχα σε ένα φεστιβάλ ποίησης στη Μαγιόρκα, όπου ο κυβερνήτης της μας έλεγε με αγωνία ότι οι Γερμανοί έχουν αγοράσει το 80% του νησιού και θέλουν να το προσαρτήσουν στη Γερμανία. Αν αυτό αποτελεί ένα σχέδιο επεκτατισμού στον νότο εκ μέρους της Γερμανίας, δεν γνωρίζω. Αν, λόγω της κρίσης, οι νεοέλληνες ξαναχαθούμε στη διασπορά, θα ήθελα να έρθουν στην Ελλάδα ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες από όλο τον κόσμο, και από εδώ να ξεκινήσει μια προσπάθεια διαιώνισης της ζωής πάνω στον πλανήτη σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Αυτά προς το παρόν. Σας χαιρετώ όλους και τον καθένα χωριστά.
Εμμανουήλ Ρασούλης, Έλλην τραγουδοποιός"
Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού καναλιού WDR (West Deutscher Rundfunk), ένα χρόνο μετά το θάνατο, του μεγάλου καλλιτέχνη και παρατηρώντας την Αθήνα του σήμερα, επιλέγει να τη μοιραστεί με όλους μας, θεωρώντας ότι οι τελευταίες του δημόσιες κουβέντες, αξίζουν να φτάσουν σε όλους τους Έλληνες.
Ολόκληρη η επιστολή του Μανώλη Ρασούλη
Νοέμβριος 2010
«Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: ‘‘Άκουσον μεν, πάταξον δε’’.
Ο σκοπός της επιστολής μου είναι να στείλω δύο μηνύματα:
1. Εγώ προσωπικά δεν δέχομαι τους τίτλους pigs - οκνηρός - άσωτος κ.λπ. που μας φόρτωσαν γενικεύοντας κάποιοι απ’ τα βόρεια.
2. Υπάρχει μια Ελλάδα μες στην Ελλάδα, όπως υπήρχε μια Γερμανία από το 1933 έως το 1945.
Η αλήθεια είναι ότι εδώ και 25 χρόνια, ζώντας με τους συμπατριώτες μου, βιώνοντας μια διαρκώς γενικευόμενη, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, έλεγα ότι αυτό το στυλ θα καταστρέψει την Ελλάδα, μπορεί και την ανθρωπότητα. Έκανα το οτιδήποτε να εκφράσω το αντίδοτο. Μάλλον απ’ ό,τι φαίνεται ηττήθηκα.
Στην Ελλάδα σφυρηλατήθηκε και εγκαθιδρύθηκε ένας μέσος πολίτης, μικροαστός, νεόπλουτος, αρχοντοχωριάτης. Επικυριάρχησε στο κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό, ψυχολογικό, αισθητικό προσκήνιο, καταστρέφοντας τον ρυθμό και το στυλ της χώρας.
Επίσης, καταστρέφοντας τη λαϊκή κουλτούρα, δηλαδή το αυθεντικό τραγούδι, που είναι το θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς μας, απαξιώνοντας την λόγια ποίηση, εγκαθιδρύοντας, διά πυρρός και σιδήρου, τα πολιτιστικά κέντρα της χαράς και της αισιοδοξίας, όπως τα ονόμασαν, κάτι χαζοκαμπαρέ, τα λεγόμενα σκυλάδικα.
Διαμόρφωσαν έναν χαζοκαμπαρετζίδικο τρόπο σκέψης, καθιστώντας την Ελλάδα ένα νομιμοποιημένο πορνοστάσιο.
Ο πολιτισμός, καθώς και ο τουρισμός, δέχτηκαν σκληρά πλήγματα. Από τους περιηγητές του ’60 φτάσαμε στα ξενοδοχεία των 5.000 ανθρώπων που, με τα βραχιολάκια στο χέρι, βίωναν τις διακοπές τους και έφευγαν σχεδόν χωρίς να ξέρουν σε ποια χώρα τους φέραν. Η εποποιία του Ζορμπά, των παιδιών του Πειραιά, παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Πωλήθηκαν κατά κόρον και ο μύθος και η παρθενικότητα της χώρας, αλλά και το συμπαθές ναΐφ του μέσου ρωμιού αντικαταστάθηκε από την κουτοπονηριά, από το απρόσωπο, από τον μέσο όρο των super market και των τραπεζών και τώρα το σλόγκαν του Υπουργείου Τουρισμού “Έλα στην Ελλάδα να ζήσεις τον μύθο σου“ ακούγεται γελοίο και κούφιο.
Υπάρχει μια άλλη Ελλάδα μες στην Ελλάδα, εξόριστη και καταδικασμένη από τα ποικίλα golden boys και τους εγχώριους κερδοσκόπους που δεν αναγνωρίζουν πατρίδα ή πολιτισμό, αλλά ορκίζονται στη money-land. Ανίκανοι και άπληστοι.
Δεν συμμετείχα στους ολυμπιακούς αγώνες γιατί ήμουν σίγουρος ότι μετά την φαμφάρα θα ακολουθούσε η ξεφτίλα, όπως και έγινε. Η Αθήνα είναι πρωτοφανές φαινόμενο πρωτεύουσας που έχει τον μισό πληθυσμό της χώρας στην επικράτειά της. Αλαζονική πόλη, αφού λανσάρεται ως μητέρα της δημοκρατίας και του μέτρου. Τώρα είναι αμετροεπής μητρόπολη, βρώμικη μητέρα απίστευτης εγκληματικότητας. Δημοκρατία δεν υπάρχει, πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει.
Όλα ελέγχονται από το ΔΝΤ, την Ευρώπη, τους Γεωργιανούς και Ρουμανόγυφτους εγκληματίες. Παλιότερα σκεφτόμουν μήπως φέρναμε 100 Γερμανούς (βλέπε Ρεχάγκελ), να αναλάβουν για 100 χρόνια τη χώρα, μπας και ισορροπήσει. Θα με κατηγορούσαν για ανθέλληνα. Τώρα τους έφεραν ή ήρθαν λόγω ανωτέρας βίας και την πληρώνουν αυτοί που δεν έφταιξαν. Χιλιάδες χάνουν τις δουλειές τους, άλλοι αυτοκτονούν και άλλοι αγοράζουν ακριβά σπίτια στο κέντρο του Λονδίνου.
Κατά τα άλλα, τα εκλεκτά στελέχη του ελληνικού status πουλούν φούμαρα ότι είναι απόγονοι του Αριστοτέλη, του Σωκράτη και του Ηράκλειτου. Και αυτά χωρίς εσωτερική λογική, και έτσι ξανακαταλήξαμε σε μια νέα greek salad, σε μια δραματική φαρσοκωμωδία. Εγώ προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει και να αντιπροτείνω κάποιες λύσεις. Ως εκ τούτου υπέστην ποικίλα πογκρόμ.
Ηττήθηκε η αντίληψή μας, γι’ αυτό φτάσαμε στο παρόν χάλι. Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά είναι μέρος μιας παγκόσμιας κρίσης. Το ανθρώπινο είδος βρίσκεται στο απόλυτο αδιέξοδο. Ο πλανήτης έχει καταστραφεί. Δεν μπορούμε πια να αναπτύξουμε τους ρυθμούς της βιομηχανίας όπως παλιά και ταυτόχρονα να σώσουμε το περιβάλλον.
Τι μέλλει γενέσθαι; Κάθε κρίση γεννά πόλεμο. Το απεύχομαι και κάνω κάθε τι για να μην μας συμβεί. Γεννήθηκα σαράντα μέρες μετά τη βόμβα στη Χιροσίμα. Ως εκ τούτου προσπαθώ στη Μέση Ανατολή, εδώ και οχτώ χρόνια, να δημιουργηθεί ένας κοινός παρονομαστής για τους δυο λαούς, γιατί από αυτό το άλυτο πρόβλημα μπορεί να ξεκινήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος.
Ονειρευόμουνα να γίνει η Ελλάδα μια πολιτισμική Ελβετία και μητέρα που θα κυοφορήσει ένα όραμα για την παγκόσμια ειρήνη. Τώρα είμαστε στο στόχαστρο όλου του δυτικού κόσμου και παράδειγμα προς αποφυγή. Να μην ξεχάσω να πω ότι πριν από χρόνια έστειλα μια επιστολή στην Süddeutsche Zeitung περί όλων αυτών, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν για το θέμα.
Πέρυσι και φέτος ο Γερμανός ανταποκριτής της ίδιας εφημερίδας στην Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Ελλάδα, μου πήρε δύο συνεντεύξεις και πάλι η διεύθυνση της εφημερίδας αδιαφόρησε. Πάντως εγώ προσπάθησα.
Επίσης, ως προς το θέμα που ετέθη να πουλήσει η Ελλάδα τα νησιά της και την Ακρόπολη, έχω να πω: (α) Η Ακρόπολη δεν είναι ιδιοκτησία μας. Ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και (β) Μεγάλες εκτάσεις της Ελλάδας, και όχι μόνο, έχουν αγοραστεί από Γερμανούς. Πρόσφατα συμμετείχα σε ένα φεστιβάλ ποίησης στη Μαγιόρκα, όπου ο κυβερνήτης της μας έλεγε με αγωνία ότι οι Γερμανοί έχουν αγοράσει το 80% του νησιού και θέλουν να το προσαρτήσουν στη Γερμανία. Αν αυτό αποτελεί ένα σχέδιο επεκτατισμού στον νότο εκ μέρους της Γερμανίας, δεν γνωρίζω. Αν, λόγω της κρίσης, οι νεοέλληνες ξαναχαθούμε στη διασπορά, θα ήθελα να έρθουν στην Ελλάδα ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες από όλο τον κόσμο, και από εδώ να ξεκινήσει μια προσπάθεια διαιώνισης της ζωής πάνω στον πλανήτη σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Αυτά προς το παρόν. Σας χαιρετώ όλους και τον καθένα χωριστά.
Εμμανουήλ Ρασούλης, Έλλην τραγουδοποιός"
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012
Θεοτόκος
Η Θεοτόκος:Ένας αγνωστικιστής για την Παναγία
του Δημήτρη Καμπουράκη
Η Θεοτόκος, η Παναγιά, η Μεγαλόχαρη, η Αειπάρθενος, η Υπέρμαχος στρατηγός. Η πιο οικεία μορφή της Ορθοδοξίας. Ίσως η αμήχανη πένα ενός εκ’ πεποιθήσεως αγνωστικιστή είναι καταλληλότερη να καταπιαστεί μαζί της, από την γραφίδα ενός πραγματικού πιστού. Η πίστη φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της και δεν εκπλήσσεται από τους ωκεανούς των συναισθημάτων που κατακλύζουν τους ανθρώπους, καθώς το «έσω» και το «έξω» ταυτίζονται και πορεύονται αρμονικά. Η εγγενής αδυναμία όμως του «άπιστου» να ερμηνεύσει την έκρηξη λαϊκής πίστης που εκδηλώνεται ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο, είναι ικανή να καταλήξει έως και σε στιγμιαίο αίσθημα συναισθηματικής αναπηρίας. Το ‘χω νιώσει στη Μεγαλόχαρη της Τήνου, στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου, στην Παναγία τη Σουμελά, αλλά και σε μικρά κάτασπρα εκκλησάκια και μοναστήρια, πάντα ανήμερα Δεκαπενταύγουστου. Αίσθημα φευγαλέο ασφαλώς, συνήθως προϊόν μιας εικόνας που απομονωνόταν στο βλέμμα μου…μιας γυναίκας που ανέβαινε με πληγιασμένα γόνατα την ανηφόρα, μιας γιαγιάς που έκανε τον σταυρό της βουρκωμένη, ενός νεαρού που στεκόταν σκεπτικός μπροστά στην βαρυφορτωμένη με τάματα εικόνα. Μετά όλα χανόντουσαν μέσα στη φασαρία του πανηγυριού και στην κοσμοσυρροή, όμως κάτι έμενε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Η πεποίθηση ότι τα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η κοινωνιολογική ανάλυση του θρησκευτικού φαινόμενου, είναι ανεπαρκή για να εξηγήσουν την ιδιαίτερη εσωτερική σύνδεση των Ελλήνων με τη μορφή της Παναγίας.
Ο ευσεβής Φώτιος Κόντογλου έγραφε «στην καρδιά του Έλληνα, Παναγία Θεοτόκος όλοι οι Άγιοι μαζί». Ο «βλάσφημος» Ηλίας Πετρόπουλος έγραφε ότι απόδειξη της αθεράπευτης αγάπης των Ελλήνων προς την Παναγιά, είναι το γεγονός ότι η πιο συνηθισμένη ελληνική βρισιά είναι το «Γ… την Παναγία σου». Η γιαγιά Μαρία Κονταξάκη που ανέθρεψε τρία παιδιά και επτά εγγόνια, μιλώντας κάποτε για τους μύριους κινδύνους που διατρέχει ένα νήπιο μέχρι ν’ αναστηθεί, μού είπε ότι «τα παιδιά τα μεγαλώνει η Παναγία». «Ο Θεός» δηλαδή, απάντησα εγώ ο προπετής, για να λάβω οργίλη την ανταπάντηση της: «Η Παναγία είπα». Δεν τόλμησα να ζητήσω περαιτέρω διευκρινήσεις γι’ αυτό τον ουράνιο χωρισμό αρμοδιοτήτων, καθότι κινδύνευα να φανώ ντιπ ανόητος στα γέρικα μάτια της. Θα ρωτούσα για το απολύτως αυτονόητο και δεν επιτρεπόταν σε «μορφωμένο άνθρωπο».
Πολύ λίγοι είναι οι Έλληνες που προσεύχονται πλέον. Αφότου η θρησκεία ξέφυγε από τον παραδοσιακό κοινωνικό ιστό της παλιάς Ελληνικής κοινωνίας και διαχύθηκε στην μεγάλη πόλη και στον συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο τρόπο ζωής μας, η προσευχή παρέμεινε στον πυρήνα των πραγματικών πιστών. Όλοι οι υπόλοιποι περιοριζόμαστε στη σπάνια και απολύτως τυπική συμμετοχή μας στο θρησκευτικό τελετουργικό. Τολμώ να πω όμως, ότι τις ελάχιστες φορές που η εσωτερική ανάγκη του νεοέλληνα σπάσει τα χαζά φράγματα του νεωτερισμού του και βγάλει στην επιφάνεια την προσευχή του, εννιά στις δέκα φορές αυτή έχει αποδέκτη την Παναγιά. Γιατί; Διότι η απρόσμενα αναδυόμενη ικεσία προς την Παναγία, στην καρδιά τού Έλληνα είναι συνταυτισμένη με την καταφυγή στη σκέπη της μάνας, σε δύσκολες ή οριακές στιγμές.
Δυσκολεύτηκα κάποτε πολύ προσπαθώντας να εξηγήσω σ’ έναν Φινλανδό τι είναι η ευχή της Ελληνίδας μάνας προς το παιδί της και εγκατέλειψα την προσπάθεια όταν κατάλαβα πως ούτε εγώ ήξερα. Απλώς το ένιωθα. Δεν περιμένει κανείς απ’ αυτή την ευχή να βυθίσει τον στόλο των βαρβαρικών μονόξυλων κάτω από τα τείχη τής πολιορκημένης εσωτερικής του Βασιλεύουσας, δεν ζητά απ’ αυτή την ευχή καμιά ανταπόδοση, δεν διατυπώνει απ’ αυτήν καμιά αξίωση. Απλώς θέλει να την έχει, σαν έναν εσωτερικό οπλισμό χωρίς τον οποίον, απλώς δεν γίνεται να πορεύεται.
Θαρρώ γι’ αυτό, πιστοί και άπιστοι, έρχεται κάποτε η στιγμή που φωνάζουμε «Παναγία μου» και νιώθουμε ότι κάποιο σπλαχνικό μητρικό αυτί μας ακούει…
του Δημήτρη Καμπουράκη
Η Θεοτόκος, η Παναγιά, η Μεγαλόχαρη, η Αειπάρθενος, η Υπέρμαχος στρατηγός. Η πιο οικεία μορφή της Ορθοδοξίας. Ίσως η αμήχανη πένα ενός εκ’ πεποιθήσεως αγνωστικιστή είναι καταλληλότερη να καταπιαστεί μαζί της, από την γραφίδα ενός πραγματικού πιστού. Η πίστη φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της και δεν εκπλήσσεται από τους ωκεανούς των συναισθημάτων που κατακλύζουν τους ανθρώπους, καθώς το «έσω» και το «έξω» ταυτίζονται και πορεύονται αρμονικά. Η εγγενής αδυναμία όμως του «άπιστου» να ερμηνεύσει την έκρηξη λαϊκής πίστης που εκδηλώνεται ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο, είναι ικανή να καταλήξει έως και σε στιγμιαίο αίσθημα συναισθηματικής αναπηρίας. Το ‘χω νιώσει στη Μεγαλόχαρη της Τήνου, στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου, στην Παναγία τη Σουμελά, αλλά και σε μικρά κάτασπρα εκκλησάκια και μοναστήρια, πάντα ανήμερα Δεκαπενταύγουστου. Αίσθημα φευγαλέο ασφαλώς, συνήθως προϊόν μιας εικόνας που απομονωνόταν στο βλέμμα μου…μιας γυναίκας που ανέβαινε με πληγιασμένα γόνατα την ανηφόρα, μιας γιαγιάς που έκανε τον σταυρό της βουρκωμένη, ενός νεαρού που στεκόταν σκεπτικός μπροστά στην βαρυφορτωμένη με τάματα εικόνα. Μετά όλα χανόντουσαν μέσα στη φασαρία του πανηγυριού και στην κοσμοσυρροή, όμως κάτι έμενε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Η πεποίθηση ότι τα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η κοινωνιολογική ανάλυση του θρησκευτικού φαινόμενου, είναι ανεπαρκή για να εξηγήσουν την ιδιαίτερη εσωτερική σύνδεση των Ελλήνων με τη μορφή της Παναγίας.
Ο ευσεβής Φώτιος Κόντογλου έγραφε «στην καρδιά του Έλληνα, Παναγία Θεοτόκος όλοι οι Άγιοι μαζί». Ο «βλάσφημος» Ηλίας Πετρόπουλος έγραφε ότι απόδειξη της αθεράπευτης αγάπης των Ελλήνων προς την Παναγιά, είναι το γεγονός ότι η πιο συνηθισμένη ελληνική βρισιά είναι το «Γ… την Παναγία σου». Η γιαγιά Μαρία Κονταξάκη που ανέθρεψε τρία παιδιά και επτά εγγόνια, μιλώντας κάποτε για τους μύριους κινδύνους που διατρέχει ένα νήπιο μέχρι ν’ αναστηθεί, μού είπε ότι «τα παιδιά τα μεγαλώνει η Παναγία». «Ο Θεός» δηλαδή, απάντησα εγώ ο προπετής, για να λάβω οργίλη την ανταπάντηση της: «Η Παναγία είπα». Δεν τόλμησα να ζητήσω περαιτέρω διευκρινήσεις γι’ αυτό τον ουράνιο χωρισμό αρμοδιοτήτων, καθότι κινδύνευα να φανώ ντιπ ανόητος στα γέρικα μάτια της. Θα ρωτούσα για το απολύτως αυτονόητο και δεν επιτρεπόταν σε «μορφωμένο άνθρωπο».
Πολύ λίγοι είναι οι Έλληνες που προσεύχονται πλέον. Αφότου η θρησκεία ξέφυγε από τον παραδοσιακό κοινωνικό ιστό της παλιάς Ελληνικής κοινωνίας και διαχύθηκε στην μεγάλη πόλη και στον συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο τρόπο ζωής μας, η προσευχή παρέμεινε στον πυρήνα των πραγματικών πιστών. Όλοι οι υπόλοιποι περιοριζόμαστε στη σπάνια και απολύτως τυπική συμμετοχή μας στο θρησκευτικό τελετουργικό. Τολμώ να πω όμως, ότι τις ελάχιστες φορές που η εσωτερική ανάγκη του νεοέλληνα σπάσει τα χαζά φράγματα του νεωτερισμού του και βγάλει στην επιφάνεια την προσευχή του, εννιά στις δέκα φορές αυτή έχει αποδέκτη την Παναγιά. Γιατί; Διότι η απρόσμενα αναδυόμενη ικεσία προς την Παναγία, στην καρδιά τού Έλληνα είναι συνταυτισμένη με την καταφυγή στη σκέπη της μάνας, σε δύσκολες ή οριακές στιγμές.
Δυσκολεύτηκα κάποτε πολύ προσπαθώντας να εξηγήσω σ’ έναν Φινλανδό τι είναι η ευχή της Ελληνίδας μάνας προς το παιδί της και εγκατέλειψα την προσπάθεια όταν κατάλαβα πως ούτε εγώ ήξερα. Απλώς το ένιωθα. Δεν περιμένει κανείς απ’ αυτή την ευχή να βυθίσει τον στόλο των βαρβαρικών μονόξυλων κάτω από τα τείχη τής πολιορκημένης εσωτερικής του Βασιλεύουσας, δεν ζητά απ’ αυτή την ευχή καμιά ανταπόδοση, δεν διατυπώνει απ’ αυτήν καμιά αξίωση. Απλώς θέλει να την έχει, σαν έναν εσωτερικό οπλισμό χωρίς τον οποίον, απλώς δεν γίνεται να πορεύεται.
Θαρρώ γι’ αυτό, πιστοί και άπιστοι, έρχεται κάποτε η στιγμή που φωνάζουμε «Παναγία μου» και νιώθουμε ότι κάποιο σπλαχνικό μητρικό αυτί μας ακούει…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)