ximikos
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Καθηγητής Χημικός e-mail : chapapa@cyta.gr
Τρίτη, 2 Δεκεμβρίου 2008
(συνέντευξη στον κ. Στάθη Τσαγκαρουσιάνο τον Ιανουάριο του 1986)
-Γεννήθηκα στη Λίμα. Μια πόλη που η θερμοκρασία το χειμώνα δεν πέφτει ποτέ κάτω απ' τους 16 οC. Δεν είχα δει ποτέ χιόνι στη ζωή μου, ως τα 18 χρόνια μου που πήγα στην Αγγλία. Ούτε βροχή, γιατί στη Λίμα δε βρέχει, μόνο δυο τρείς φορές το χρόνο πέφτει μια πολύ ψιλή βροχή που κρατάει δυο τρία λεπτά, ειναι τόσο λεπτή που δεν τη βλέπεις και ειναι σπάνια. Ετσι οι χειμώνες μου είχαν καλυφθεί απο ενα λευκό σχεδόν ασημένιο σύννεφο, που δεν μπορούσε να κρατήσει μακρυά τις ακτίνες του ήλιου - γιατί ο ήλιος ειναι κοντά στο Περού, κοντά στον Ισημερινό. Στο τραπέζι μας υπήρχαν πάντα μπανάνες, μάνγκος, αβοκάντος, ανανάδες. Όμως εγώ προτιμούσα το καλοκαίρι, κολυμπούσαμε στις μεγάλες παραλίες...
-Πέρασαν τρυφερά τα πρώτα 18 σας χρόνια;
-Θα σας μιλήσω για τον εαυτό μου, μόνο για να σας μεταδώσω κάτι - όχι για τίποτ΄ άλλο: από το μέρος του πατέρα μου ανήκω σε μια παλιά ισπανική οικογένεια του Νότου, αριστοκρατικής καταγωγής - ο παππούς μου ήταν στρατηγός και είχε δέκα παιδιά. Είχαν μεγάλη αρχοντιά και δεν είχαν αστική σκέψη: θεωρούσαν σημαντικότερο να υπάρχει ένας ποιητής στην οικογένεια παρά ένας γιατρός ή δικηγόρος. Δεν έδωσαν ποτέ σημασία στα χρήματα κι ήταν άνθρωποι μποέμ γλεντζέδες. Αντίθετα, ή μητέρα μου είναι κατά το ήμισυ ιρλανδικής καταγωγής - ήταν μια γυναίκα βαθύτατων αισθημάτων, μια γυναίκα με πάθος. Είμαι πρωτότοκος, με δυο αδέλφια - αγόρι και κορίτσι. Οταν γεννήθηκα ή μητέρα μου με αφιέρωσε στον Εσταυρωμένο. Ήμουν χαιδεμένος, με αγαπούσαν… Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν 6 χρονώ, καθόμουν στο σαλόνι μαζί με τη μητέρα μου η οποία κεντούσε. Ηταν ηλιοβασίλεμα - στη Λίμα έχουμε πάντα ισημερία - σήκωσε τότε το κεφάλι κι εκεί που καθόμουν σιωπηλός με κοίταξε και ψιθύρισε: «Παιδί μου, όταν εσύ θα μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά - σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί και που το κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Μετά ξεχάσαμε κι οι δυο αυτές τις φράσεις - τις ξεχάσαμε για πολύ καιρό.Πολλές φορές το μεσημέρι καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι της όταν αυτή κοιμόταν, και ξεχνιόμουν για ώρες κοιτώντας την αντανάκλαση του φωτός σ΄ ένα πρίσμα από κρύσταλλο πού στριφογύριζα στα χέρια. Στα 7 μου χρόνια αρνήθηκα να πάρω την πρώτη Θεία Κοινωνία, δεχόμενος την επιφύλαξη της μητέρας μου για τον καθολικισμό και τον δεσμό του παπισμού.
-Χαράξατε από νωρίς το δρόμο της αναζήτησης.
-Μου το μετέδωσαν και λίγο από το σπίτι: πάντα μου έδειχναν τα πράγματα και μου έλεγαν: «Διάλεξε». Στά 11 χρόνια όμως κοινώνησα, κι άρχισα να προσεύχομαι πολύ. Κλειδωνόμουν στο δωμάτιο μου, καμιά φορά και στην τουαλέτα, ή πήγαινα τη χαραυγή πριν το σχολείο στην εκκλησία και προσευχόμουν.
-Για ποιο πράγμα μπορεί να προσεύχεται με τέτοια ένταση ένα παιδί 11 χρονών;
-Ελεγα και ξανάλεγα το Πάτερ ημών… Παρασυρμένος απ΄ τη μυστικιστική μου τάση, ζήτησα να πάω σε γυμνάσιο με δασκάλους κληρικούς. Εκεί έχασα την πίστη μου στον καθολικισμό - έτσι όπως εξηντλείτο στην επιστημονική τεκμηρίωση της ύπαρξης του Θεού. Ηταν τόσο μίζερο, χωρίς καμιάν αίσθηση μυστηρίου. Αντέδρασα τόσο σφοδρά στον χριστιανισμό, έτσι όπως μου φαινόταν συμβιβασμένος με την κοινωνία. Διάβασα τότε πολλήν ανατολική φιλοσοφία, για να έχω εμπειρία του Θεού σ αυτήν τη ζωή. Διάβασα για τον ταοισμό, τον βουδισμό, τον ινδουισμό. Ταυτόχρονα διάβασα στα 17 μου ένα βιβλίο πού με χτύπησε σαν κεραυνός: ήταν η Νάντια του Μπρετόν. Ταυτίστηκα με τον Μπρετόν, πού ζητούσε το θαύμα, το «μερβεγιέ» ταυτόχρονα ήλεγχε την κλειστή κοινωνία αυτή που κι εγώ δεν μπορούσα να δεχτώ, έτσι όπως στο όνομα της επιστήμης ύπερυψωνε μονό τα φαινόμενα και τη λογική. Με γέμισε λοιπόν μια αύρα ελευθερίας κι αγάπησα πολύ τους σουρεαλιστές. Επηρεάστηκα πολύ κι απ΄ τον Ρεμπώ -ζητούσε όπως κι οι άλλοι τον Χαμένο Παράδεισο.
-Τον ζητούσε όμως μέσα απ' το ολοκαύτωμα των αισθήσεων, τη σπατάλη του σώματος.
-Κοιτάξτε: αυτοί οι άνθρωποι αγαπούσαν πολύ. Δεν γνώρισαν την ορθοδοξία. Υπερύψωσαν τα αισθητά, τα δημιουργήματα, που περιφρονεί ο καθολικισμός ή ο προτεσταντισμός. Εβλεπαν τα αισθητά όχι μόνο σαν αντικείμενα ηδονής αλλά σαν όργανα μυσταγωγίας.
-Αυτό στην Ελλάδα ειναι κερδισμένο απο παλιά.
-Βέβαια ! Οι πραγματικοί υλισταί είμαστε εμείς οι ορθόδοξοι, κι αυτό φαίνεται καθαρά στο λαό μας: όταν σε βαφτίζουν σε βουτάνε στο νερό, δε σε ραντίζουν, σε μυρώνουν με ύλη, μεταλαμβάνεις το σώμα και το αίμα του Χριστού, ανάβεις ενα κεράκι, κι όταν πεθάνεις τρώνε κόλλυβα με φουντούκια και καρύδια...Στα 18 λοιπόν έφυγα για την Αγγλία με πρόσχημα να σπουδάσω κινηματογραφία. Ξέραμε κι οι δικοί μοι κι εγώ, οτι σκοπός μου ήταν η αναζήτηση. Γι' αυτό όταν με ρώτησαν οι Άγγλοι τελωνειακοί ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού μου είπα :"Ηρθα να παντρευτώ τη βασιλοπούλα σας. Κι αν δεν μπορέσω, θ' αναζητήσω τον πολύτιμο Μαργαρίτη"
-Δεν σας γύρισαν πίσω ;
-Οχι , γιατί με ρώτησαν επίσης πόσα χρήματα έχω, κι είχα πολλά. Μου τα είχε δώσει η μητέρα μου πουλώντας τη συλλογή των πινάκων της. Ταξίδεψα πολύ τότε, κυρίως στη Σκανδιναβία, και στα 20 χρόνια μου χάρισα τα ρούχα μου στους φτωχούς και πήγα στις Ινδίες αποφασισμένος να ζήσω στα Ιμαλάια.
-Μόνο τα ρούχα σας χαρίσατε;
-Δεν είχα πλέον τίποτε άλλο: ήμουν ο πρώτος στο Περού που άφησε μακριά μαλλιά και φόρεσε κόκκινα βελουδένια παντελόνια.
-Χίπικο image!
-Οχι, δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου χίπι -δεν είμαι Βορειοαμερικάνος. Απλώς ήθελα να προκαλέσω την κοινωνία του Περού. Τότε πίστευα πολύ στο σκάνδαλο. Τώρα, όπως είπε ο Μπρετόν, αντιλαμβάνομαι πώς οι αστοί δεν σκανδαλίζονται με τίποτα.
-Το είχατε λοιπόν καταφέρει;
-Βέβαια! Δεν τολμούσα να βγώ επειδή μου πετούσαν πέτρες στους δρόμους. Έβγαινα και μιλούσα στους χωροφύλακες για την ομορφιά των βράχων απέναντι, τους έδινα λουλούδια και τους ρωτούσα αν τους αρέσει το παντελόνι μου ή το περιδέραιο μου. Ηταν σκανδαλώδες να έχω μακριά μαλλιά σ΄ αυτήν την επαρχία που οι άνδρες έχουν έντονο machismo.
-Και η καλογερική είναι μέρος του σκανδάλου σας;
-Μα ναι! Οι άνθρωποι λένε «μα αυτός τρελάθηκε, έγινε καλόγερος». Είναι το πιο τιποτένιο και περιθωριακό να γίνεις σήμερα καλόγερος… Αλλα όχι: έγινα καλόγερος ζητώντας το απόλυτο - ζητώντας την υπέρβαση του εαυτού μου, αυτό το παραμυθητικό φως, το λάλον ύδωρ… Εδωσα λοιπόν τα ρούχα μου και τα βιβλία μου -κράτησα μόνο τρία - κι έφυγα στις Ινδίες.
-Ποιά βιβλία κρατήσατε;
-Την Αγία Γραφή, τη Νάντια του Μπρετόν και τα ποιήματα ενός γιόγκι που λεγότανε Paramahansa Yosananda… Στις Ινδίες όμως απογοητεύθηκα συζητώντας, ζώντας σ΄ αυτήν την απρόσωπη ανωνυμία μάλιστα αρρώστησα και δεν μπορούσα να υπομείνω την τόση φτώχεια πού υπήρχε εκεί. Πήγα με το Όριαν Εξπρές στην Πύλη - κι εκεί για πρώτη φορά ένιωσα ότι ο χρόνος περνούσε διαφορετικά, ένιωσα μια πρόγευση αιωνιότητας. Με τρένο πήγα μετά στα σύνορα της Περσίας, σε άθλια κουπέ με στοιβαγμένα 16 άτομα μαζί. Μου άρεσε πολύ το Αφγανιστάν - είχε ανθρώπους με μεγάλη ευγένεια. Στά σύνορα της χώρας φιλοξενήθηκα σ΄ έναν ινδουιστικό ναό πάνω σε μια ψάθα σ΄ ένα τεράστιο δωμάτιο. Τη νύχτα απέναντι μου είχαν ξαπλώσει 3-4 παιδιά που τη μέρα έψελναν στο ναό. Κρυφογελούσαν κοιτάζοντας τα μακριά μαλλιά μου - χαριτωμένα όμως. Ενα από αυτά σηκώθηκε να βγάλει το τιρμπάν του για να κοιμηθεί, κι άφησε να πέσουν ως τους αστραγάλους του τα ωραιότατα κατάμαυρα μαλλιά του, πού γυάλιζαν μες στό σκοτάδι από το λάδι πού τα είχε αλείψει. Με κοίταξε ανταγωνιστικά χαμογελώντας και τότε κατάλαβα.
-Θα ήταν όμορφος!
-Ναι, βέβαια. Χαριτωμένο τον βρήκα εγώ. Είχε μια αθωότητα πάνω του. Πολλή χάρις, πολλή ομορφιά…
-Κυκλοφορεί η φήμη ότι είχατε γίνει βουδιστής.
-Α! όχι. Πολλά λέγονται για μένα, αλλά δεν είναι έτσι.
-Εχετε γίνει, ξέρετε, μέλος της νεοελληνικής μυθολογίας!
-Είναι ωραίο που ο λαός διατηρεί έντονη τη μυθική του σκέψη. Είναι ωραίο ένας λαός να ζητάει διαρκώς την παραμυθία, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα αντικείμενα του μύθου… Μετά γύρισα στο Παρίσι, οπού ήταν ένα όνειρο για μένα - φύση καλλιτεχνική όπως ήμουν.
-Ηταν λοιπόν καιρός να γίνετε επιτέλους κινηματογραφιστής.
-Δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν ήμουν πρακτικός για να λαβαίνω επιχορηγήσεις, μπερδευόμουν και με τις μηχανές δεν τα πήγαινα καλά - δεν είμαι πρακτικός άνθρωπος. Έχω κάνει όμως μερικά φιλμάκια, κι ένα μεγαλύτερο. 15 λεπτών.
-Με ποια πλοκή;
-Μάλλον χαζή, όμως τότε μας άρεσε: η ιστορία μιας αστής γυναίκας πού ζούσε μια ζωή μπανάλ, χωρίς νόημα - ως τη μέρα πού έξω απ΄ το σπίτι της συναντάει ένα παιδάκι πού παίζει στην ακροθαλασσιά με κογχύλια και βότσαλα. Αυτή αφήνεται να μεθύσει από την ομορφιά των πραγμάτων και χαμογελάει ανακαλύπτοντας το μυστήριο τους.
-Μα δεν είναι χαζό, αυτό άλλωστε παθαίνω κι εγώ τώρα μαζί σας.
-Α, ναι;. …Ημουν τότε πολύ άδειος- έτοιμος να γυρίσω στο Περού. Ενα γράμμα της μητέρας μου άλλαξε πάλι τις αποφάσεις μου: «Ξέρεις, παιδί μου πόσο σου ζητώ να γυρίσεις», μου έγραφε, «όμως, αν γυρίσεις τώρα εδώ, θα γίνεις διπλά δυστυχισμένος». Εμεινα λοιπόν στο Παρίσι, και μια μέρα συνάντησα σ΄ ένα εστιατόριο έναν ορθόδοξο μοναχό που επρόκειτο ν΄ αλλάξει ολόκληρη τη ζωή μου. «Η ορθοδοξία ανακεφαλαιώνεται σ΄ αυτά τα λόγια», μου είπε. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ό άνθρωπος θεός κατά χάριν και μετοχήν. Και αυτό σημαίνει ότι έτσι όπως όταν βάλεις ένα σίδερο στη φωτιά το σίδερο γίνεται φωτιά δια της συμμετοχής στο πυρ, έτσι κι όταν ο άνθρωπος μετέχει του θείου πυρός γίνεται κι αυτός και πυρ και φως και θεός κατά χάριν». Αυτός μου είπε τότε ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια χερσόνησος όπου οι μοναχοί επαναλαμβάνουν το όνομα του Ιησού ώσπου να γραφτεί στις καρδιές τους. Τον ρώτησα τότε αν υπάρχουν ποιητές στην ορθοδοξία και μου απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί, κι ένας απ΄ αυτούς είναι ο Αγιος Συμεών, ό νέος θεολόγος, που έγραψε ύμνους έρωτος για τον Θεό.
Ομως η πρώτη μου επαφή με την ορθοδοξία έγινε μιαν αυγή στη Λίμα όπου με τον αγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε ατούς άδειους δρόμους μετά από μια νύχτα αγρυπνίας όπου φτιάχναμε ένα κολάζ. Αυτήν την ώρα πέφτει μια δροσούλα στή Λίμα. Η γη μυρίζει λιγάκι, κι εκείνη την ώρα ξεφουρνίζουν τ΄ αρτοπωλεία και μυρίζει ψωμί η ατμόσφαιρα. Μια τέτοια ώρα περάσαμε από την ορθόδοξη εκκλησία κι ο Φερνάντο μου πρότεινε να μπούμε: «Είναι ωραία εκεί μέσα: έχουν σταφύλια, κρασί, άρτους». Εγώ φαντάστηκα κάτι σαν αρχαιοελληνικό συμπόσιο και φυσικά δέχτηκα (γέλια). Ηταν ανοικτή, αλλά άδεια - λίγο πριν ξημερώσει. Μ΄ εντυπωσίασε βαθιά η σιγή που βασίλευε εκεί, οι εικόνες στους τοίχους και τ΄ αναμμένα καντήλια. Και δεξιά μου ένα τραπεζάκι γεμάτο αρτίδια - τα πρόσφορα που συνηθίζουν να κάνουν οι Ρώσοι μου φάνηκαν τόσο κομψά, και νομίζω για πρώτη φορά ατή ζωή μου έκλεψα κάτι. Λίγο μετά το άφησα πάνω στο πήλινο χέρι του Δημιουργού που είχε φτιάξει ό Φερνάντο στο στούντιο του, και λίγο αργότερα μ΄ «έκλεψε» με τον ίδιο τρόπο ή ορθοδοξία, όπως συνηθίζει.
-Παρ΄ όλο που έκλεβα παιδί κι εγώ πολλά αντίδωρα, δεν έπαθα τέτοιο πράγμα!
-Εγώ πιστεύω ότι θα το πάθεις.
-Α, μην το λέτε - αυτήν τη στιγμή δεν θα μου ήταν ευχάριστο.
-Το καταλαβαίνω, αλλά καί πιστεύω ότι σιγά σιγά θα ΄ρθεις κοντά στην εκκλησία γιατί - όπως βλέπω - είσαι ένα παιδί από την ευγενική Ζάκυνθο. Κι αν σήμερα παρασύρεσαι απ΄ αυτά που σου γυαλίζουν, θα ΄ρθει μια μέρα που θα σωφρονιστείς.
-Μ΄ αρέσει ή μοναχική ζωή, δεν μ΄ αρέσει όμως όταν κλείνεται σε δόγματα.
-Επειδή δεν έχεις εσωτερικεύσει το δόγμα ώστε να καταλάβεις πόσο ζωτικό είναι. Δεν είναι καταπιεστικό αλλά μια αυθόρμητη κίνηση σαν την ανάσα. Αλλωστε ερήμην αυτών όλοι οι Ελληνες είναι ορθόδοξοι. Δεν λέω ότι θα γίνεις μοναχός, αλλά ότι θα νιώσεις την ανάγκη βαθιάς παραμυθίας που αναζητάς μάταια στον αισθησιασμό.
-Δυστυχώς, ούτε σ΄ αυτόν την ψάχνω πια. Όμως ας μην περιφρονούμε τον έρωτα των σωμάτων - είναι ένα μέρος της ζωής μόνο που χρειάζεται κι αυτός μια τέχνη που φαίνεται πώς έχουμε ξεχάσει.
-Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια πώς ν΄ αγαπάνε. Ενας πατέρας της εκκλησίας λέει: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις». Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν ό,τι θέλουν αλλά προπαντός να μην αγαπάνε. Γιατί; Διότι φοβούνται. Δεν θέλουν να δεσμευτούν. Θέλουν να καταναλώνουν μόνο και να συμπεριφέρονται μέσω των καταναλωτικών τους προσωπείων. Και ξέρεις πόσο υποφέρουν; Δεν, ξέρουν πώς να πλύνουν το πρόσωπο τους γιατί δεν έχουν πια.
-Η ίδια αιτία όμως γεννάει τόσο την αδυναμία μας ν΄ αγαπάμε όσο και την άνάγκη μας να κλεινόμαστε σε μοναστήρια.
-Ε, βέβαια. Αλλά μη νομίζετε ότι ζει κανείς περισσότερο τη ζωή από ένα μοναχό.
-Αν ήξερα ν΄ αγαπώ, Θα δινόμουν απερίσπαστα στη ζωή - δεν θά ΄χα λόγο να μονάσω.
-Μα οι μοναχοί είναι κατεξοχήν ερωτικά όντα.
-Το διάβασα στα βιβλία σας, άλλα δέν το πιστεύω.
-Θέλετε να σας το αποδείξω; Το αντικείμενο του αμέσου έρωτος είναι συνήθως περιορισμένο όταν δεν σε ανάγει στον άκρως εφετό (ποθεινόν) που είναι, νομίζω, για όλους ο Δημιουργός μας -τελειώνει εκεί το πράγμα… Ο έρωτας ενδυναμώνεται όταν πλησιάζεις αυτήν την απόλυτη ουσία, το άκτιστο φως του Θεού...
-Είναι θέμα καί προσωπικών ορίων. Εγώ ένιωσα αληθινά πληρωμένος μ΄ έναν δυο ανθρώπινους έρωτες.
-Ο έρωτας όταν πραγματικά αγαπάς είναι ωραίος αλλά και σπάνιος. Ομως αυτό που κάνει ό μοναχός είναι κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό… δεν θέλω να το συγκρίνω.
-Να το συγκρίνετε: άνθρωποι είναι οι φορείς και των δυο ερώτων.
-Εχουν όμως άλλη ποιότητα. Ο ερωτευμένος ξέρετε ότι δεν βλέπει - είναι τυφλός, δέν βλέπει τον άλλον παρά μόνον όταν πάψει να τον αγαπά, όταν απομακρυνθεί απ΄ αυτόν.
-Γι΄ αυτό κι ο Θεός υπάρχει μόνο όταν μεθάμε από τον ερωτά του, κι όταν τον σκεπτόμαστε ήρεμα διαλύεται;
-Βέβαια. Αλλά ο ορθολογισμός πρέπει να είναι συνυπηρέτης αυτής της μέθης, γι΄ αυτό κι ό έρωτας του Θεού είναι μια νηφάλιος μέθη.
-Δεν μπορούμε να μεθύσουμε νηφάλια με κάποιον άλλον άνθρωπο;
-Ναί, όταν τον βλέπουμε εκ σαρκικής αποστάσεως, όταν δεν χρειάζεται να συνουσιασθούμε μαζί του γιατί το έχουμε ήδη κάνει. Αλλά τον πήραμε λίγο ψηλά τον αμανέ.
-Κάτι όμως δεν με πείθει: νομίζω, υπάρχει μια τόσο έντονα ερωτική ορολογία ακριβώς για να καλύψει την απουσία του έρωτα στη ζωή του μοναχού.
-Πολύ πριν απο μας όμως τα είπαν οι πατέρες της εκκλησίας όπως ο άγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος.
-Είναι λίγο σόκιν η πατερική παράδοση, δεν είναι ;
- Οχι. Οταν ενώνεσαι με τον Χριστό, ακόμα και το πέος σου γίνεται Χριστός που σου δίνει στη συνεύρεση αυτή το θείο του σπέρμα ώστε να γεννήσεις μέσα σου το Θεό.
-Ωραία λοιπόν: το χέρι μας που κινείται να πιάσει το ποτήρι γίνεται Θεός, γιατί το πέος μας όταν κινείται παράγει αμαρτία κι η παρθενία είναι αναγκαία προϋπόθεση του μοναχού ;
-Ω, κοιτάξτε: κι οι έγγαμοι μπορούν να ενωθούν με το Θεό. Αλλά εμείς οι αδύνατοι γινόμαστε καλόγεροι, γιατί δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Οταν κινδυνεύεις να χάσεις το τρένο πετάς τις βαλίτσες για να τρέξεις. Το λέγει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης.
-Συγγνώμη που μιλώ τόσο άγρια, αλλά τότε θα πρέπει οι μοναχοί να δοξάζουν μερικές κοσμικές συμπεριφορές κι όχι να μιλούν για τον κόσμο σαν να μιλούν για ένα σμάρι χαμένα κορμιά.
- Δοξάζουν βεβαίως. Παρασυρόμαστε ίσως λίγο, αλλά είναι λάθος. Ο άγιος Αντώνιος λέγεται ότι συνάντησε στην Αλεξάνδρεια εναν τσαγκάρη που είχε μεγαλύτερη αγιότητα απ' αυτόν.
-Είναι δηλαδή οι αδυναμίες προϋπόθεση του μοναχισμού ;
-Ναί, αλλά μην ξεχνάτε αυτό που λέει ο λαός : "Είναι βαριά η καλογερική".
-Θεωρώ βαρύτερο το να ζείς έξω.
- Ισως. Αλλά και στο μοναστήρι και στον κόσμο μπορείς να κερδίσεις τη βασιλεία του Θεού. Δεν είναι ο τόπος αλλά ο τρόπος που φέρνει τη σωτηρία της ψυχής.
-Το Αγιον Ορος όμως είναι ένας τόπος - άφού - ανακαλύψατε τον τρόπο γιατί εγκαταλείψατε το Περού;
-Να σας πώ: η αναζήτηση μου πέρασε από την τέχνη, αλλά ποτέ δεν πίστεψα στην πολιτιστική της αξία. Αναζητούσα το θαύμα, την ομορφιά που μοιάζει με βόμβα· το απόλυτο πού δεν μπορείς να το βάλεις στο τσεπάκι. Πίστευα πως η ζωή μου έπρεπε να είναι ένα ποίημα. Πέρασα απ΄ τη μοντέρνα τέχνη αναζητώντας αυτό που βρήκα στην ορθοδοξία: να σπάσω με το θαύμα τα δεσμά του Θανάτου.
-Είστε βέβαιος, πατέρα Συμεών, ότι δεν υπάρχει επόμενο βήμα ;
-Ζητώ, και τώρα που μιλάω μαζί σας, τον Θεό. Αναζητώ τώρα τον αληθινό Ευστάθιο, κι αυτή η υπόθεση κοινωνίας είναι ο Θεός. Κάθε αρχή είναι τέλος και κάθε τέλος αρχή - δεν μπορώ να βάλω τον Θεό στο τσεπάκι. Εγώ προσπαθούσα να είμαι μηδενιστής, όμως το μηδέν είναι απελπιστικό κι αν θέλεις να ΄σαι συνεπής τινάζεις τα μυαλά σου στον αέρα. Γι΄ αυτό πολλοί συμβιβάζονται με κάποιες ψεύτικες αξίες. Οι πατέρες της εκκλησίας ωστόσο είναι οι όντως μηδενιστές γιατί δεν πιστεύουν σε καμιά αξία της εκκλησίας, και στον θάνατο που είναι η νέκρωση ανακαλύπτουν τη μονάδα που είναι Τριάς: τον αναστημένο Χριστό που νίκησε τον θάνατο. Τότε το μηδέν είναι ζωογόνο κλείνοντας την απαστράπτουσα μονάδα… Τί ερώτηση μου είχατε κάνει;
-Υπάρχουν στιγμές αμφιβολίας σ΄ αυτή την ακραία σας επιλογή;
-Υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλω για τον εαυτό μου - κατά πόσο δεν χαϊδεύομαι. Κάθε μερα που κατεβαίνω στην εκκλησία αναπνέω, βλέπω τη ζωή μου σ΄ ένα κέντρο. Κάθομαι και τραβάω λίγο κομποσκοινάκι κι η καρδιά μου γεμίζει γαλήνη και παίρνω δύναμη να ζήσω - αλλιώς θα είχα χαθεί, δεν ξέρω, ίσως θα είχα αυτοκτονήσει. Εκεί βρίσκω μεγάλη ανακούφιση, γιατί εγώ - θα σου το πω - πάσχω κι από κάτι: Βαριέμαι που ζω, αλλά με την προσευχή παίρνω δύναμη.
-Μήπως γλυκαίνουμε τον έαυτό μας με τα τυπικά;
-Θέλετε να πείτε μήπως την κάνουμε λαχείο με τον εαυτό μας;
-Ε, ναι.
-Υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης. Υποπτεύομαι συχνά τον εαυτό μου και δεν είμαι βέβαιος. Οχι, δεν ξέρω - σαν το παιδί αφήνομαι κι ελπίζω.
-Διακρίνω όμως κάποτε μια ράθυμη παράδοση τών μοναχών στο πολύ λιβάνι.Η μέθη σας, πατέρα Συμεών, είναι νηφάλια αλλά, συχνά, και υπνηλή.
-Αυτήν τη στιγμή που σας μιλάω δεν νυστάζω. Δεν μ΄ ενδιαφέρει η συνέντευξη. Το ότι προσπαθούμε να μιλήσουμε αληθινά δίνει αξία στη ζωή μας - αλλιώς θα είμαστε δυο κομμάτια κρέας. Θέλω να σε αισθανθώ - αυτό το πράγμα δεν είναι αγώνας για την αλήθεια;
-Μπορώ να δοκιμάσω την πίστη σας για την Ορθοδοξία;
-Οχι, δεν μπορείτε!
-Aυτό ακριβώς θεωρώ εφησυχασμό: την πίστη που δεν γεννιέται κάθε μέρα καινούργια.
-Η ορθοδοξία δεν είναι προς κλονισμόν ούτε προς εφησυχασμόν γιατί είναι μυστήριον. Θα ήτανε μια τρομερή κακογουστιά να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού - δεν μ΄ ενδιαφέρει. Γιατί αν ο Θεός είναι αντιληπτός δια των πεπερασμένων μου αισθήσεων είναι κάτι πού με αφήνει αδιάφορο. Εγώ θέλω να μην υπάρχω αλλά να ύπερ-υπάρχω.
-Μέσα απ' το δρόμο του μυστηρίου ή της επιφώτισης θα μπορούσε ο Θεός ν' αλλάξει ιδιότητες για σας;
-Για τον εαυτό μου δεν είμαι καθόλου βέβαιος, είμαι ένας άνθρωπος που πεινά και διψά την δια προσώπου κοινωνία. Βρήκα ένα δρόμο για να γλιτώσω απ' το ψεύδος. Ο μοναχισμός απαιτεί ένα τρομακτικό αυτοέλεγχο. Είναι ζωή εν τάφω: χρειάζεται υπομονή, γιατί με τον εγωισμό ο τάφος γίνεται τάφος, αλλιώς είναι παστάδα νυφική. Γι' αυτό νηστεύουμε 200 μέρες το χρόνο, γι' αυτό καταργούμε τα υποκατάστατα που μας χαϊδεύουν. Είσαι μόνος εδώ με τον εαυτό σου, τα βράχια, τη θάλασσα κι έχεις την αίσθηση ότι υπάρχεις μόνο εσύ και ο Θεός.
-Υπάρχουν τα βιβλία, οι επισκέπτες, και είδα κι ένα γουόκμαν στο δωμάτιό σας !
- Α, αυτό είναι ένα μαγνητοφωνάκι που μου το χάρισαν στο Παρίσι όπου ακούω τις ομιλίες που έχω κάνει... Τα βιβλία είναι μια παρηγοριά- καθένας βολεύεται όπως μπορεί. Κι εγώ χρησιμοποιώ δεκανίκια για ν΄ακουμπάω. Τα περισσότερα είναι βιβλία πατερικά, όπως χρειάζεσαι κουπιά στη βάρκα. Εχω τον άγιο Συμεών ...
-Εχετε όμως και την Αναΐς Νίν -αρκετά προχωρημένη παρηγοριά!
-Αχ, κοιτάξτε : αυτό μου τό 'στειλε ένας Αμερικάνος φοιτητής που ήρθε και μιλήσαμε εδώ και θεώρησε πρέπον να μου το στείλει απο την Αλαμπάμα επειδή την αγνοούσα. Το διάβασα- δεν το αγάπησα ιδιαίτερα.
-Και οι επισκέπτες ;
-Είμαι σε επαφή μαζί τους, και να σας πώ, έχω κουραστεί λιγάκι απ' αυτήν την υπόθεση. Όμως τ' αγιορείτικα μοναστήρια ήταν πάντοτε ανοικτά στον κόσμο.
-Υπάρχουν επισκέπτες που υπογραμμίζουν τις αδυναμίες για τις οποίες εγκαταλείψατε τον κόσμο
- Ναί. Έχει όμως διαφορά να κάθομαι στο μοναστήρι και να έρχονται να μου δημιουργούν μια διάσπαση και άλλο να ζω βουτηγμένος έξω. Ίσως ο Θεός, ίσως ο γέροντάς μου τα έχουν οικονομήσει έτσι τα πράγματα ώστε κι εγώ ο κακομοίρης να μπορέσω ν' αντέξω, γιατί μην ξεχνάτε ότι εσείς είστε 2000 χρόνια ορθόδοξοι, ενώ εγώ μόλις έγινα ορθόδοξος και είναι φυσικό να είμαι κακός ορθόδοξος. Το κάνω όμως κι απο υπακοή. Οι άνθρωποι εδώ δεν έρχονται μόνο να φάνε ένα κομμάτι ψωμί, αλλά και ν' ακούσουν μια κουβέντα.
- Αλλά και η εξομολόγηση πρέπει να είναι δοκiμασία για έναν μοναχό.
-Απαιτεί τεράστια αποθέματα αρετής, γιατί ο πιστός πλησιάζει το Θεό κι εσύ πρέπει να ΄σαι διάφανος ώστε να μπορεί μέσα από σένα να τον διακρίνει. Εκεί τελειώνουν τα ψέματα και χρειάζεται γι αυτά μια τρομερή αυταπάρνηση.
-Είστε κι εσείς εξομολόγος, έτσι;
-Ναι, μ΄ έκαναν.
-Η αυταπάρνηση όμως δεν γεννιέται από την υπακοή.
-Οχι! Η αυταπάρνηση γεννιέται απ΄ την αγάπη.
-Θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μίνιμουμ κοινών αμαρτιών για να υπάρχει κατανόηση.
-Όχι πάντοτε. Για να καταπολεμήσεις τον καρκίνο δεν είναι ανάγκη να είσαι καρκινοπαθής. Εκείνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι η άδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, να βράσεις στο ζουμί σου κι εσύ για οποιαδήποτε αιτία…Εμένα όλες οι διαστροφές μου έρχονται στο νου καί αισθάνομαι τόσο βρώμικος. Ντρέπομαι που ζω μαζί μ΄ αυτά τα άγια παιδιά. Στη μοναξιά βλέπεις αναγκαστικά τον εαυτό σου καί λες «μα τέτοιος είμαι εγώ;». Ε, τέτοιος είσαι. Τότε δεν μπορείς παρά να συμπονέσεις τον άλλον.
-Πώς αμύνεστε;
-Πολλές φορές αποδέχομαι τη βρωμιά μου, κι αυτό μ΄ απομακρύνει απ΄ το Θεό, μου πληγώνει την καρδιά. Αλλοτε πάλι μέ μια δύναμη που δεν ξέρω από που έρχεται (γιατί εγώ τείνω σε αυτά) μπορώ και τις διώχνω και γλιτώνω για λίγο. Το πάν είναι να μην υπερηφανεύεται κανείς - να μην έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
-Εχετε γράψει ότι θεωρείτε τον εαυτό σας κατεξοχήν ερωτικό όν.
-Ο μοναχός που βάζει φραγμό στον άμεσο έρωτα γίνεται 100% ερωτικός.
-Δεν νοσταλγείτε ποτέ έρωτες κοσμικούς;
-Nαί. Αλλά καμιά φορά, μου φαίνεται, το κάνω από μιαν ανάγκη να εξευτελίσω τον εαυτό μου, να πέσω πάνω στον εμετό μου - περιέργως ίσως. Βλέπεις, πρέπει να παλέψουμε και με τις μνήμες: με όσα ακούσαμε και με όσα πράξαμε. Είναι ένας αγώνας όταν πέφτω στην έλξη των φαινομένων να προσεύχομαι για να φέρω πάλι λίγη πραότητα στην αγριεμένη μου ψυχή.
-Μιλήστε μου, παρακαλώ, για τα πράγματα - τα ασήμαντα και σημαντικά - που σας αρέσουν.
-Βαδίζοντας από Δυσμάς πρός Ανατολάς χαιρετώ το ιλαρό φως κουβαλώντας μνήμες και αρέσκειες. Ω! Μέσα στα πράγματα που μου αρέσουν είναι το χαβιάρι, ο καπνιστός σολομός, ένα περουβιάνικο φαγητό πού το λένε σεβίτσε ( ψιλοκομμένο ψάρι μαγειρευμένο χωρίς φωτιά με λεμόνι κι αλάτι), τα ποτά- το μπας αρμανιάκ (ένα είδος κονιάκ) μου αρέσουν τα μάνγκος, οι φράουλες, το παγωτό, τα στρείδια, όλα γενικώς τα θαλασσινά, εκτός από τα καλαμάρια.Μου αοέσουν οί άνθρωποι που με κάνουν να ονειροπολώ, οι γυναίκες που μοιάζουν μέ νεράιδες κι είναι πάρα πολύ όμορφες - όχι όμως για να τις καταναλώνω, αλλά έτσι, προς παραμυθίαν. Μου αρέσουν βιβλία, η ζωγραφική. Δεν μου αρέσουν οι στρυφνοί και μίζεροι άνθρωποι. Μ΄ αρέσει πολύ η γενναιοδωρία κι η αρχοντιά, η αθωότητα επίσης. Αντιλαμβάνομαι το Θεό σαν το καλό χαβιάρι, προς βρώσιν. Δεν μ΄ αρέσουν τα νομικά κείμενα κι οι πρακτικές δουλειές. Δεν μου άρεσουν ο συμβιβασμός και το χιόνι - συμφωνώ πώς είναι «η λέπρα της γης». Μ΄ αρέσει η θάλασσα, ο ήλιος, οί ζεστές χώρες, το καλό άσπρο κρασί, η σαμπάνια κι οι σοκολάτες πλην της άσπρης. Μ΄ αρέσουν τα κογχύλια, ο ξάδελφός μου ο Φερνάντο και τα μικρά κουτάκια. Μου αρέσει ακόμα ο Μπάστερ Κίτον, ο Κόναν Ντόιλ, η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, ο Τζέιμς Μπόντ, η μυρωδιά του νεφτιού, τα ωραία χαρτιά, οι εκδόσεις Ἄγρα, ο ζωγράφος Θεόφιλος, οι ραπιδογράφοι, το δημιουργικό γράψιμο (το άλλο τo βαριέμαι), ο Ανδαλουσιάνικος Σκύλος, η Θεία Κοινωνία, τα ελληνικά παραμύθια, υπεραγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες (με όλα τα χάλια τους). Δεν μου αρέσουν τα υπουργεία, το τσιγάρο, οι φυλακές. Απεχθάνομαι τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Μ΄ αρέσει η προσευχή, αυτό το κέντημα του χρόνου που καταφέρνει ώστε ό χρόνος που γεννάει το θάνατό μας να παύει να είναι ο εχθρός και να πλημμυρίζει την καρδιά μας η αγάπη για να μη στεγνώσουμε… Αχ, πρέπει ν΄ αγαπάμε, να ποτίσουμε τίς πέτρες κεντώντας το χρόνο, να μεταβάλουμε τα πάθη μας σαν ακροβάτες της πίστεως. Να αρνηθούμε τα συναισθήματα μας μέσα στο θείο πύρ. Γι΄ αυτό κόβει τα μαλλιά του ο μοναχός στην κουρά - κόβει δηλαδή τα συναισθήματα κι είναι η φλόγα που αναγκάζει τις γυναίκες να τυλίγουν τα μαλλιά τους σε μαντίλι όταν πηγαίνουν στην εκκλησία - από σέβας να μην εκδηλώνουν τα συναισθήματα τους.
-Μα γιατί είναι τα μαλλιά μας συναισθήματα κι όχι τα γένεια μας;
-Μιλώ εντελώς διαισθητικά - νομίζω τα ωραία μαλλιά δηλώνουν έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο.
-Καί μένα πού μού πέφτουν τα μαλλιά;
-Συμβαίνει ίσως επειδή είστε πληγωμένος.
-Τότε εσείς θα πρέπει να ΄στε αλώβητος με τόσα μαλλιά, πατέρα Συμεών! Αχ, νομίζω ότι δεν λέμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους.
-Εγώ σας μιλάω πολύ καθαρά, νομίζω - δεν σας έχω κρύψει τίποτα, σε σημείο πού αρχίζω να ανησυχώ (γέλια).
-Γίνεστε διάσημος - αυτό ζητάτε;
-Εκείνο πού ζητώ αληθινά είναι να κάθομαι στην ήσυχία για πολύ καιρό και να χάνομαι, να ξεχνιέμαι. Σ΄ ένα μέρος με πράσινο, να βρώ λίγο τον εαυτό μου, στο δάσος ίσως - να γράφω, να ζωγραφίζω. Εχω κουραστεί από τις επαφές και τ΄ αναγκαστικά μου ταξίδια.
-Πόσο μοναχός μπορεί να είναι κανείς όταν τον επισκέπτονται τόσοι καί ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου;
-Κοιτάξτε: άπαξ καί έχεις υπακοή είσαι μοναχός. Το πάν είναι πού έχεις την καρδιά σου. Μπορείς να ζεις σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου κι ο νους σου νά ΄ναι στην αγάπη.
-Με τον αναχωρητισμό γλιτώνουμε κι απ΄ οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα.
Το Βυζάντιο όμως οι μοναχοί ήταν εκείνοι που το διατήρησαν.
-Σήμερα τί διατηρούν οι μοναχοί;
-Τον ίδιο τον άνθρωπο!
-Την ώρα που άλλοι είναι στα οδοφράγματα ο μοναχός νοιάζεται μονάχα για τη σωτηρία της ψυχής του.
-Αλίμονο αν κοιτάει μόνο τη δική του σωτηρία, και δεν ξέρει ότι περνάει μέσα απ΄ τη σωτηρία των άλλων. Αλλά ο σκοπός του καλόγερου δεν είναι να πιάνει τα όπλα - βοηθάει με άλλον τρόπο, γιατί νομίζω ότι η αληθινή επανάσταση ξεκινάει απ΄ τον εαυτό μας. Αλλά τι ζητάμε με την επανάσταση; Μια αλλαγή οικονομικών καθεστώτων; Όχι εκείνο που ζητάμε είναι να διασώσουμε τον άνθρωπο. Ο μοναχός μαρτυρεί για τον αληθινό άνθρωπο, διότι αυτός αγωνίζεται ν΄ απελευθερώνεται απ΄ τα πάθη του δια της αγάπης.
-Η Ιστορία όμως διδάσκει ότι καμιά δικτατορία δεν έπεσε δια της αγάπης.
-Δια της αγάπης πέφτει η δικτατορία των παθών. Δες τις χώρες που έχουν γίνει οι επαναστάσεις: ποια πέτυχε; Καμιά!
-Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα στις πολιτικές εξουσίες;
-Υπάρχει, κι ο καθένας ανάλογα με τη συνείδησή του πρέπει να παίρνει θέση. Όμως ό μοναχός δεν ψάχνει την εξωτερική αλλαγή. Δες το κενό που υπάρχει στις «ευημερούσες» μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Ολοι μιλούν για την πολιτική αλλά χάνουν τον στόχο τους.
-Η εκκλησία της Λατινικής Αμερικής έχει και στόχο και πολιτική.
-Βρίσκω το ρόλο της παραπειστικό. Υπάρχει μεγαλύτερη πληγή απο τον παπισμό; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μάστιγα.
-Και γιατί ο λαός την ακολουθεί ;
-Γιατί στη Λατινική Αμερική ο λαός είναι βαθιά θρησκευόμενος και έντονα μυθολόγος. Δεν είναι η Λατινική Αμερική σαν τα βιβλία του Γκαρσία Μάρκες. Υπάρχει πολλή δημαγωγία και σύγχυση, υπάρχουν λάθος δόγματα.
-Διαφωνώ μαζί σας: μέσα σε τόσο σκοτάδι ο λαός ψάχνει για λίγο φως, αδιαφορώντας για τις πολυτελείς θεολογικές διαφορές. Πού είναι η ορθοδοξία να συντρέξει αυτούς τους λαούς ;
- Κοιτάξτε, υπάρχουν ιστορικοί λόγοι που δικαιολογούν την αποσία της στη Λατινική Αμερική.
-Πέστε μου όμως ποιοι ιστορικοί λόγοι δικαιολογούν την απουσία της στη δικτατορική Ελλάδα;
-Ναί, υπήρχε μια συμβατικότητα δυστυχώς, υπήρχε μια πτώση. Όμως δεν ήταν παντού έτσι: ο ίδιος ο γέροντάς μου πήγαινε στις φυλακές κι επισκεπτόταν τα παιδιά του Πολυτεχνείου προς παραμυθίαν και παρηγοριά.
-Σε μια νέα δικτατορία πιστεύετε ότι η εκκλησία δεν θα ξανακυλήσει στην ίδια πτώση ;
-Δέν ξέρω, αλλά πιστεύω πως το Άγιο Όρος είναι μια ελπίδα. Δεν θέλω να συμβιβαστώ, όπως ποτέ δεν έκανα. Όποτε το έκανα το πλήρωσα ακριβά.
-Πέστε μου, αλήθεια, πατέρα Συμεών: κάποια νύχτα πού έπρεπε να ξυπνήσετε για τον όρθρο, κάποιο απόγευμα - όπως τώρα - μετά τον εσπερινό, κλείσατε την πόρτα του κελιού σας κουρασμένος, νιώθοντας πώς όλος αυτός ο αγώνας ίσως είναι και λίγο μάταιος;
-Πολλές φορές έχω κλείσει την πόρτα μου νιώθοντας εντελώς απογοητευμένος από όλα. Από όλα. Ακόμα κι απ΄ τον αγώνα μου - αλλά την πίστη μου δεν την έχω χάσει. Απλούστατα έχω πέσει σε μια ραθυμία, μια - πώς να το πω; - μια μελαγχολία πολλές φορές μελαγχολώ και βαριέμαι που ζω. Ας μπορούσες να καταλάβεις: όλοι μας τρέχουμε να φύγουμε απ΄ τον εαυτό μας· δεν θέλουμε να τον συναντήσουμε. Αν όμως τον δεχτούμε και υποφέρουμε το κενό που μας μεταγγίζει, θα δεχτούμε τα γόνιμα δώρα της υπομονής. Ομως πολλές φορές εγώ τα χάνω όταν διαπιστώνω αυτό το κενό μου και λιμνάζω οδυνηρά - κυρίως όταν δεν έχω να κοροϊδεύομαι με επισκέπτες ή κοσμική ζωή βλέποντας τον εαυτό μου γυμνό. Ζητάω τότε να δροσιστούνε λίγο τα χέρια μου και προσεύχομαι.
-Τι άλλο είναι αυτό που σας βγάζει από την αρπάγη της μελαγχολίας;
-Δεν ξέρω. Δεν ξέρω να σας πω αν είναι η προσευχή. Μερικές φορές είναι - όχι πάντοτε όμως. Αλλες φορές είναι η ίδια η ροή των πραγμάτων που με τραβάει από αυτήν τη στενοχώρια της απραξίας… Γι΄ αυτό, παλιά, τη μέρα της κούρας του καλόγερου ο ηγούμενος απηύθυνε μόνον δυο λέξεις: «Καλή υπομονή». Υπομονή μέσα στη μοναξιά. Με τη μοναξιά κανείς βυθίζεται μέσα στα ύδατα της ψυχής, στον ύδατόστρωτο τάφο της κι όλες οι φωτεινές εμπειρίες, όλες οι αντανακλάσεις του νοητού ηλίου στη θάλασσα της ψυχής αστράφτουν πάνω σε Βρώσιμους Ιχθείς, πάνω στο σώμα του Χριστού. Το έχω γράψει και σ΄ ένα κείμενο μου - το έχετε προσέξει; «Η αλήθεια εν τω βυθώ». Είναι η αλήθεια που βρίσκεις στα μάτια των αγίων και των απλών γυναικών, είναι η φλόγα που περνάει μέσα απ τα χρόνια, δίνοντας στα μάτια των ανθρώπων μιαν όψη αλλοτινή.
-Και μιαν όψη θλιμμένη.
-Μη λυπάστε γι΄ αυτήν τη θλίψη είναι γιατί τα πάθη δεν χάνονται αλλά μόνον αλλάζουν με τη δύναμη της αγάπης, κρατώντας για πάντα τίς μνήμες της πτώσης των.
-Δεν λυπάμαι, πατέρα Συμεών - φοβάμαι όμως.
-Οπως φοβάται ο ακροβάτης που βγαίνει χωρίς πίστη στή σκηνή. Οπως φοβάται όποιος δεν δαπανιέται για τους άλλους. Ομως μη φοβάσαι: πέσε στο κενό για να υπάρχει λόγος να σε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Θεός.
Σταχυολογήματα Λόγου, Εμπειρίας, Κριτικής Σκέψης, Στάσης Ζωής και Ορθόδοξης Πνευματικότητας - Σεργιάνι στην Μνήμη, την Ιστορία, τον Πολιτισμό και την Παράδοση ως Αντίδοτο στη Λήθη και την Ακηδία.
''Τελειότατη κοινωνία ονομάζω αυτήν, όπου έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία, έχουν εκλείψει οι προσωπικές διαφορές και έχουν εξαφανιστεί οι έριδες και οι φιλονικίες. Είναι η κοινωνία όπου όλα είναι κοινά. Οι πολλοί είναι ένας και αυτός ο ένας δεν υπάρχει μόνος του, αλλά ζει μέσα στους πολλούς''
Μ. Βασιλείου, Ασκητικές Διατάξεις
Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012
Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012
Ο ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΓΙΟΣΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Άγιο Όρος – Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης: “Ο Αριστοτέλης και ο πατέρας Συμεών”
Ο Αριστοτέλης και ο πατέρας Συμεών
Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 19/10/2002
————
Υπάρχουν ακόμη εξαιρετικοί άνθρωποι και με τις δύο έννοιες του όρου; Ναι. Ενας από αυτούς μάλιστα φορά ράσα και οραματίζεται την επόμενη περιπέτεια που θα ζήσει. Ο λόγος, για τον ιερομόναχο πατέρα Συμεών, έναν αναχωρητή ποιητή, συγγραφέα και ζωγράφο, τον κατά κόσμο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα, ο οποίος ζει, όταν δεν ταξιδεύει στην Κίνα, την Αιθιοπία και αλλού, στο Αγιον Ορος.
Τον συνάντησε πρόσφατα ο συμπατριώτης του, ο γνωστός Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα, στην Ελλάδα, σε ένα συνέδριο που έγινε στην Ουρανούπολη με θέμα: «Η τραγωδία τότε και τώρα: από τον Αριστοτέλη στην τρίτη χιλιετία».
«Είναι ένας άνδρας 52 ετών -περιγράφει ο Βάργκας Γιόσα με μεγάλη ευαισθησία το συμπατριώτη του- με μακριά γενειάδα και γκρίζα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια και μακριά χέρια που κινούνται, καθώς μιλάει, με την ίδια κομψότητα με την οποία φορά το εντυπωσιακό του ράσο, ενώ στο πέρασμά του συγκεντρώνει τα βλέμματα όλων. Πράγματι, οι Ελληνες που βρίσκονται εδώ, τον περιτριγυρίζουν, τον ακολουθούν, τον πλησιάζουν με μια διάχυτη περιέργεια την οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει με κάποια δυσκολία. Είναι προσηνής, ευγενικός και μιλά αργά, σαν να αγωνίζεται ενάντια στο θόρυβο που προκαλούν τόσες φωνές, τόσος κόσμος, τόση κυκλοφορία, σε αντίθεση με τη σιωπή και την ηρεμία της σκήτης του που βρίσκεται σε μια πλαγιά κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί προσεύχεται, διαλογίζεται, γράφει και ζωγραφίζει από το 1987, όταν έφυγε από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια για να ζήσει ως αναχωρητής στο Αγιον Ορος».
Οπως αναλύει λεπτομερώς στο άρθρο του ο Βάργκας Γιόσα, ο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα προέρχεται από μια «καλή» οικογένεια της Λίμας, πολλά μέλη της οποίας είναι γνωστοί νομικοί και πολιτικοί. Οι γονείς του, εξαιρετικά προοδευτικοί, όταν στη δεκαετία του ’60 ο γιος τους -εξαιρετικός μαθητής- τους ανακοίνωσε πως δεν θα δώσει εξετάσεις απολυτηρίου «για να μη συμβιβαστεί με το “establishment”» αντί να προκαλέσουν μια ελληνική τραγωδία στο σπίτι, αποδέχθηκαν την απόφασή του. «Από τότε ο Μιγκέλ Ανχελ, ο μετέπειτα Ιερομόναχος Συμεών, ένας νεαρός επαναστάτης και ονειροπόλος, έγινε ο πρώτος Περουβιανός χίπι. Διάβαζε σουρεαλιστές και Ρεμπό, μελετούσε το βουδισμό και τον ταοϊσμό και άφηνε τα μαλλιά του μακριά μέχρι τους ώμους».
Επειτα από επίθεση που δέχθηκε λόγω της εμφάνισής του από κάποιον νεαρό, πράξη που του κόστισε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο και αμνησία για κάποιο διάστημα, οι συνετοί γονείς του τον έστειλαν στο εξωτερικό.
«Πήγε στο Λονδίνο και μετά στο Παρίσι και φυσικά αργότερα στην Ινδία και το Νεπάλ, έκανε γιόγκα, μελέτησε το βουδισμό και τον ινδουισμό, αλλά δεν έμεινε εκεί γιατί, όπως λέει ο ίδιος, το θέαμα της διαρκούς αθλιότητας στους δρόμους τού προκάλεσε πρόβλημα στο νευρικό του σύστημα. Ξαναγυρίζει έτσι στο Παρίσι, εγκαθίσταται στο Καρτιέ Λατέν και αρχίζει να μαθαίνει κινέζικα, όταν μια μέρα σε ένα μικρό εστιατόριο εντυπωσιάζεται από έναν κληρικό με φαρδιά ράσα που έτρωγε μόνος του. Ηταν ένας ελληνορθόδοξος μοναχός, ελβετικής καταγωγής, και που η φιλία τους θα άλλαζε ριζικά τη ζωή του. “Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός”. Αυτή η φράση που του είπε στην πρώτη τους συζήτηση παραμένει ακόμη ζωντανή στη μνήμη του, μετά από τριάντα χρόνια. Η πρώτη συνέπεια αυτής της νέας φιλίας ήταν ότι ο Μιγκέλ Ανχελ αντικατέστησε την εκμάθηση των κινέζικων με την αγιογραφία και άρχισε να ζωγραφίζει εικόνες στο ατελιέ του Λεονίντ Ουσπένσκι και να μελετά συγχρόνως θεολόγους και μυστικιστές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1972, ύστερα από ένα ταξίδι του στη Σερβία και την Ελλάδα, ασπάστηκε την ορθοδοξία και τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Εκκλησία. Εγινε δεκτός στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια σε ηλικία 22 ετών χωρίς να μιλά λέξη ελληνικά. “Ηταν μια πολύ όμορφη εμπειρία”, μου εκμυστηρεύτηκε. “Από την πρώτη μέρα στο μοναστήρι κατάλαβα πως επιτέλους είχα βρει αυτό που αναζητούσα”. Οχι μόνο στη θρησκεία, αλλά και στην κουλτούρα και την ελληνική γλώσσα, που διαμόρφωσαν το πνεύμα και την προσωπικότητά του.
Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όλη η κοινότητα των μοναχών του Αγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στο Αγιον Ορος, ο πατέρας Συμεών ήξερε να διαβάζει και να γράφει ελληνικά και είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σ’ αυτή τη γλώσσα. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Αγιον Ορος χρίστηκε ιερέας και το πνευματικό και θεολογικό του έργο άφησε τα ίχνη του στην κοινότητα, ενώ από το 1983 βγαίνει από την Ελλάδα για να δώσει διαλέξεις για την Ορθοδοξία και το Αγιον Ορος. Μία από αυτές μάλιστα στην έδρα του ΝΑΤΟ! Σ’ αυτήν τη δεκαετία δημοσιεύονται τα πρώτα του θρησκευτικά δοκίμια και τα ποιήματά του.
Το τελευταίο “Με ιμάτιον μέλαν” (εκδόσεις Αγρα) περιέχει και χαρακτικά του, μια τέχνη με την οποία ασχολούνταν όταν ήταν νέος στη Λίμα και ξανάπιασε όταν αποσύρθηκε από το μοναστήρι, το 1987, στη σκήτη όπου ζει μέχρι τώρα.
Στη διάλεξή του, στα ελληνικά, ο πατέρας Συμεών εξηγεί πως γι’ αυτόν το να γράφει είναι ένας τρόπος να ζει πιο βαθιά τη φύση που τον περιβάλλει στα βουνά και ένας τρόπος να προσεύχεται και να βρίσκει στιγμιαία λύτρωση και παρηγοριά, ενώ συνέκρινε την ασκητική με την αριστοτελική περιγραφή της κάθαρσης (…).
Ο πατέρας Συμεών φαίνεται να είναι μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις του ανθρώπινου είδους, ικανού να αλλάξει τη ζωή του όσες φορές χρειάζεται, ακόμη και τώρα. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Για να μη φθαρεί από τη ρουτίνα και να μη μετατραπεί σε άγαλμα. Για να συνεχίσει να εξερευνά τις απεριόριστες δυνατότητες του κόσμου και της ζωής μέχρι την τελευταία του πνοή, με αυτήν τη χαρωπή περιέργεια με την οποία με ρωτά για τα πάντα που ξέρω και δεν ξέρω (…).
Γιατί με εντυπωσίασε τόσο η γνωριμία μου με τον πατέρα Συμεών ώστε όταν αποχαιρετιστήκαμε να έχω την εντύπωση πως αποχωρίζομαι έναν παλιό και αγαπημένο φίλο; Πρώτα πρώτα για την ανθρωπιά του και επιπλέον γιατί η περίπτωσή του είναι μια απόδειξη πως η τέλεια βιωμένη ελευθερία μπορεί να απελευθερώσει ένα ανθρώπινο ον από όλους τους περιορισμούς -θρησκεία, πατρίδα, κουλτούρα, γλώσσα, έθιμα- που για τους κοινούς πολίτες λειτουργούν στην πράξη σαν τόσους άλλους τόπους συγκέντρωσης, και να τους αντικαταστήσει με άλλους, ελεύθερα επιλεγμένους, σύμφωνα με τις επιθυμίες του και τα όνειρά του.
Παραμένω αγνωστικιστής, οι θρησκευτικές αντιλήψεις με αφήνουν αδιάφορο. Αλλά το να περιορίσω την ιστορία του πατέρα Συμεών σε μια απλή αλλαγή πίστης θα ήταν αφύσικο. Η ιστορία του είναι αυτή ενός αποπροσανατολισμένου νέου χίπι που με θάρρος, ευαισθησία και επιμονή στάθηκε ικανός να αρνηθεί όλες τις εκδοχές της εποχής του, της οικογένειάς του, και της χώρας του και να κατασκευάσει έναν κόσμο στα δικά του μέτρα, με δικό του προορισμό, να φτιάξει μια ζωή που την εμπλούτισε ο ίδιος στη γη του Αριστοτέλη!».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 19/10/2002
Ο Αριστοτέλης και ο πατέρας Συμεών
Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 19/10/2002
————
Υπάρχουν ακόμη εξαιρετικοί άνθρωποι και με τις δύο έννοιες του όρου; Ναι. Ενας από αυτούς μάλιστα φορά ράσα και οραματίζεται την επόμενη περιπέτεια που θα ζήσει. Ο λόγος, για τον ιερομόναχο πατέρα Συμεών, έναν αναχωρητή ποιητή, συγγραφέα και ζωγράφο, τον κατά κόσμο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα, ο οποίος ζει, όταν δεν ταξιδεύει στην Κίνα, την Αιθιοπία και αλλού, στο Αγιον Ορος.
Τον συνάντησε πρόσφατα ο συμπατριώτης του, ο γνωστός Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα, στην Ελλάδα, σε ένα συνέδριο που έγινε στην Ουρανούπολη με θέμα: «Η τραγωδία τότε και τώρα: από τον Αριστοτέλη στην τρίτη χιλιετία».
«Είναι ένας άνδρας 52 ετών -περιγράφει ο Βάργκας Γιόσα με μεγάλη ευαισθησία το συμπατριώτη του- με μακριά γενειάδα και γκρίζα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια και μακριά χέρια που κινούνται, καθώς μιλάει, με την ίδια κομψότητα με την οποία φορά το εντυπωσιακό του ράσο, ενώ στο πέρασμά του συγκεντρώνει τα βλέμματα όλων. Πράγματι, οι Ελληνες που βρίσκονται εδώ, τον περιτριγυρίζουν, τον ακολουθούν, τον πλησιάζουν με μια διάχυτη περιέργεια την οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει με κάποια δυσκολία. Είναι προσηνής, ευγενικός και μιλά αργά, σαν να αγωνίζεται ενάντια στο θόρυβο που προκαλούν τόσες φωνές, τόσος κόσμος, τόση κυκλοφορία, σε αντίθεση με τη σιωπή και την ηρεμία της σκήτης του που βρίσκεται σε μια πλαγιά κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί προσεύχεται, διαλογίζεται, γράφει και ζωγραφίζει από το 1987, όταν έφυγε από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια για να ζήσει ως αναχωρητής στο Αγιον Ορος».
Οπως αναλύει λεπτομερώς στο άρθρο του ο Βάργκας Γιόσα, ο Μιγκέλ Ανχελ ντε λα Χάρα προέρχεται από μια «καλή» οικογένεια της Λίμας, πολλά μέλη της οποίας είναι γνωστοί νομικοί και πολιτικοί. Οι γονείς του, εξαιρετικά προοδευτικοί, όταν στη δεκαετία του ’60 ο γιος τους -εξαιρετικός μαθητής- τους ανακοίνωσε πως δεν θα δώσει εξετάσεις απολυτηρίου «για να μη συμβιβαστεί με το “establishment”» αντί να προκαλέσουν μια ελληνική τραγωδία στο σπίτι, αποδέχθηκαν την απόφασή του. «Από τότε ο Μιγκέλ Ανχελ, ο μετέπειτα Ιερομόναχος Συμεών, ένας νεαρός επαναστάτης και ονειροπόλος, έγινε ο πρώτος Περουβιανός χίπι. Διάβαζε σουρεαλιστές και Ρεμπό, μελετούσε το βουδισμό και τον ταοϊσμό και άφηνε τα μαλλιά του μακριά μέχρι τους ώμους».
Επειτα από επίθεση που δέχθηκε λόγω της εμφάνισής του από κάποιον νεαρό, πράξη που του κόστισε την εισαγωγή του σε νοσοκομείο και αμνησία για κάποιο διάστημα, οι συνετοί γονείς του τον έστειλαν στο εξωτερικό.
«Πήγε στο Λονδίνο και μετά στο Παρίσι και φυσικά αργότερα στην Ινδία και το Νεπάλ, έκανε γιόγκα, μελέτησε το βουδισμό και τον ινδουισμό, αλλά δεν έμεινε εκεί γιατί, όπως λέει ο ίδιος, το θέαμα της διαρκούς αθλιότητας στους δρόμους τού προκάλεσε πρόβλημα στο νευρικό του σύστημα. Ξαναγυρίζει έτσι στο Παρίσι, εγκαθίσταται στο Καρτιέ Λατέν και αρχίζει να μαθαίνει κινέζικα, όταν μια μέρα σε ένα μικρό εστιατόριο εντυπωσιάζεται από έναν κληρικό με φαρδιά ράσα που έτρωγε μόνος του. Ηταν ένας ελληνορθόδοξος μοναχός, ελβετικής καταγωγής, και που η φιλία τους θα άλλαζε ριζικά τη ζωή του. “Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός”. Αυτή η φράση που του είπε στην πρώτη τους συζήτηση παραμένει ακόμη ζωντανή στη μνήμη του, μετά από τριάντα χρόνια. Η πρώτη συνέπεια αυτής της νέας φιλίας ήταν ότι ο Μιγκέλ Ανχελ αντικατέστησε την εκμάθηση των κινέζικων με την αγιογραφία και άρχισε να ζωγραφίζει εικόνες στο ατελιέ του Λεονίντ Ουσπένσκι και να μελετά συγχρόνως θεολόγους και μυστικιστές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1972, ύστερα από ένα ταξίδι του στη Σερβία και την Ελλάδα, ασπάστηκε την ορθοδοξία και τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Εκκλησία. Εγινε δεκτός στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην Εύβοια σε ηλικία 22 ετών χωρίς να μιλά λέξη ελληνικά. “Ηταν μια πολύ όμορφη εμπειρία”, μου εκμυστηρεύτηκε. “Από την πρώτη μέρα στο μοναστήρι κατάλαβα πως επιτέλους είχα βρει αυτό που αναζητούσα”. Οχι μόνο στη θρησκεία, αλλά και στην κουλτούρα και την ελληνική γλώσσα, που διαμόρφωσαν το πνεύμα και την προσωπικότητά του.
Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όλη η κοινότητα των μοναχών του Αγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στο Αγιον Ορος, ο πατέρας Συμεών ήξερε να διαβάζει και να γράφει ελληνικά και είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σ’ αυτή τη γλώσσα. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Αγιον Ορος χρίστηκε ιερέας και το πνευματικό και θεολογικό του έργο άφησε τα ίχνη του στην κοινότητα, ενώ από το 1983 βγαίνει από την Ελλάδα για να δώσει διαλέξεις για την Ορθοδοξία και το Αγιον Ορος. Μία από αυτές μάλιστα στην έδρα του ΝΑΤΟ! Σ’ αυτήν τη δεκαετία δημοσιεύονται τα πρώτα του θρησκευτικά δοκίμια και τα ποιήματά του.
Το τελευταίο “Με ιμάτιον μέλαν” (εκδόσεις Αγρα) περιέχει και χαρακτικά του, μια τέχνη με την οποία ασχολούνταν όταν ήταν νέος στη Λίμα και ξανάπιασε όταν αποσύρθηκε από το μοναστήρι, το 1987, στη σκήτη όπου ζει μέχρι τώρα.
Στη διάλεξή του, στα ελληνικά, ο πατέρας Συμεών εξηγεί πως γι’ αυτόν το να γράφει είναι ένας τρόπος να ζει πιο βαθιά τη φύση που τον περιβάλλει στα βουνά και ένας τρόπος να προσεύχεται και να βρίσκει στιγμιαία λύτρωση και παρηγοριά, ενώ συνέκρινε την ασκητική με την αριστοτελική περιγραφή της κάθαρσης (…).
Ο πατέρας Συμεών φαίνεται να είναι μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις του ανθρώπινου είδους, ικανού να αλλάξει τη ζωή του όσες φορές χρειάζεται, ακόμη και τώρα. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Για να μη φθαρεί από τη ρουτίνα και να μη μετατραπεί σε άγαλμα. Για να συνεχίσει να εξερευνά τις απεριόριστες δυνατότητες του κόσμου και της ζωής μέχρι την τελευταία του πνοή, με αυτήν τη χαρωπή περιέργεια με την οποία με ρωτά για τα πάντα που ξέρω και δεν ξέρω (…).
Γιατί με εντυπωσίασε τόσο η γνωριμία μου με τον πατέρα Συμεών ώστε όταν αποχαιρετιστήκαμε να έχω την εντύπωση πως αποχωρίζομαι έναν παλιό και αγαπημένο φίλο; Πρώτα πρώτα για την ανθρωπιά του και επιπλέον γιατί η περίπτωσή του είναι μια απόδειξη πως η τέλεια βιωμένη ελευθερία μπορεί να απελευθερώσει ένα ανθρώπινο ον από όλους τους περιορισμούς -θρησκεία, πατρίδα, κουλτούρα, γλώσσα, έθιμα- που για τους κοινούς πολίτες λειτουργούν στην πράξη σαν τόσους άλλους τόπους συγκέντρωσης, και να τους αντικαταστήσει με άλλους, ελεύθερα επιλεγμένους, σύμφωνα με τις επιθυμίες του και τα όνειρά του.
Παραμένω αγνωστικιστής, οι θρησκευτικές αντιλήψεις με αφήνουν αδιάφορο. Αλλά το να περιορίσω την ιστορία του πατέρα Συμεών σε μια απλή αλλαγή πίστης θα ήταν αφύσικο. Η ιστορία του είναι αυτή ενός αποπροσανατολισμένου νέου χίπι που με θάρρος, ευαισθησία και επιμονή στάθηκε ικανός να αρνηθεί όλες τις εκδοχές της εποχής του, της οικογένειάς του, και της χώρας του και να κατασκευάσει έναν κόσμο στα δικά του μέτρα, με δικό του προορισμό, να φτιάξει μια ζωή που την εμπλούτισε ο ίδιος στη γη του Αριστοτέλη!».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 19/10/2002
Ένα αγαπημένο Πρόσωπο-Μια γλυκιά Μορφή
1155 - Συνέντευξη με τον Συμεών Γρηγοριάτη - Περουβιανό
Η ποίηση ένα είδος προσευχής
CΑPTAINBOOK: Είναι μεγάλη χαρά για μένα να συνομιλώ και πάλι μαζί σου. Είναι τόσο δύσκολο τα τελευταία χρόνια να σε εντοπίσει κανείς. Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ.
[i] Ο Συμεών είναι Περουβιανός ( Miguel Angel de la Jara Higinson, κατά κόσμο) και όμως γνωρίζει τα ελληνικά καλύτερα από τους περισσότερους από εμάς. Είναι αναχωρητής, ταξιδευτής, στοχαστής και ζωγράφος, αλλά πάνω από όλα ποιητής. Ποιητής με όλες τις σημασίες της λέξης.
Πρέπει να τον δει κανείς να ετοιμάζει ένα τσάι για να καταλάβει ότι η ποίηση γι' αυτόν δεν είναι μόνο γραπτός λόγος. Όταν συνομιλείς μαζί του αισθάνεσαι ότι, ενώ βρίσκεται δίπλα σου, ταυτόχρονα ταξιδεύει κάπου αλλού και σε ταξιδεύει.
Και σίγουρα μια συνέντευξη σαν και αυτή δεν είναι δυνατόν να σας μεταδώσει παρά μονάχα ψήγματα της πολύπλευρης προσωπικότητάς του. Ίσως, πάλι, τον γνωρίσετε καλύτερα διαβάζοντας τα βιβλία του, «Συμεών Μνήμα» και «Με ιμάτιον μέλαν» από τις εκδόσεις Άγρα.
Εμείς, οι επιβάτες του CaptainBook.gr, τα έχουμε διαβάσει και από τότε έγιναν μόνιμοι συνοδοιπόροι μας στα τοπία της ποίησης. Ελπίζουμε να γίνουν και δικοί σας.
ΣΥΜΕΩΝ: Και δική μου χαρά.
CB: Κυκλοφορούν κατά καιρούς διάφορες φήμες για σένα: ότι είσαι εξωγήινος, ότι έχεις μια μυστική μηχανή του χρόνου, ότι γίνεσαι αόρατος όποτε θέλεις. Τι έχεις να πεις σχετικά;
Σ: Ότι γίνομαι αόρατος; Μακάρι!... Είμαστε στον κόσμο για να γινόμαστε αόρατοι και να φανερώνουμε το αόρατο, σ' αυτό έγκειται η αρετή. Η φανέρωση στον κόσμο του αόρατου κάλλους: αυτό, και μόνο, είναι η λεγόμενη αρετή. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι είμαι, απλώς, ένας ταλαίπωρος...
CB: Πώς βλέπεις τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής; Ξέρω ότι έχεις υπηρετήσει και τις δύο.
Σ: Πιστεύω, όπως έχει ήδη ειπωθεί, ότι η ποίηση είναι ζωγραφική με λόγια και η ζωγραφική, ποίηση με γραμμές και χρώματα... τουλάχιστον η ποίηση και η ζωγραφική που μου αρέσουν.
CB: Τι περιέχουν οι αποσκευές σου όταν ταξιδεύεις στη θάλασσα του γραπτού λόγου;
Σ: Μολύβι και χαρτί στις αποσκευές ή μάλλον στην τσάντα μου. Και έχω μέσα μου μια καρδιά που αισθάνεται...
CB: Θα δούμε άραγε νέα σου ποιήματα ή μεταφράσεις (σαν την εξαιρετική στην «Τέχνη του Γραψίματος» του Λου Τσι) τυπωμένα σύντομα;
Σ: Ετοιμάζεται, τώρα, πάλι από την Άγρα, η έκδοση μιας μικρής συλλογής των ποιημάτων μου στα ισπανικά.
CB: Η ζωγραφική έχει ακόμα σημαντική θέση στις καλλιτεχνικές σου αναζητήσεις;
Σ: Ναι, αλλά περισσότερο γράφω. Γράφω στίχους και πεζό λόγο. Θα τον έλεγε κανείς, ίσως, ποιητικό πεζό λόγο.
CB: Γνωρίζω μερικά βιβλιοπωλεία στην Αθήνα που έχουν σε περίοπτη θέση τα βιβλία σου, ακόμα και αυτά που έχουν εκδοθεί πριν είκοσι χρόνια. Τι έχεις κάνει στους ιδιοκτήτες τους; Μάγια;
Σ: (Γέλια)
CB: Πώς βλέπεις την ελληνική πραγματικότητα γενικά, αλλά και ειδικά σε σχέση με τη βιβλιοπαραγωγή και την τέχνη του γραψίματος;
Σ: Γενικά; Τι να πω εγώ... Καλύτερα θα ήτανε να σιωπώ... Νομίζω - αλλά ίσως να κάνω λάθος- ότι στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία σπανίζουν πολύ οι ευγενείς, οι αριστο-κράτες (όχι, αναγκαστικά, οι εκ γενετής). Να το πω με έναν χριστιανικό ή της ηθικής όρο: σπανίζουν οι ενάρετοι... Το ίδιο ισχύει για την τέχνη του γραψίματος (αν και, τελευταία, δεν παρακολουθώ τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία). Στα κινεζικά η λέξη «ποίημα» αποτελείται αριστερά από το σύμβολο «λέξη» και στα δεξιά από το σύμβολο «ναός». Δεν είναι η ποίηση λατρεία με λέξεις; Ένα είδος προσευχής... όπως και κάθε τέχνη; Πάρα πολλά βιβλία παράγονται στην Ελλάδα και, τα τελευταία χρόνια, γίνονται πολύ ωραίες εκδόσεις, που δύσκολα βρίσκεις ανάλογες αλλού.
CB: Ποιοι συγγραφείς ή ποιητές στάθηκαν για σένα οδηγοί;
Σ: Στην αρχή, όταν ήμουν έφηβος, ο Rimbaud, o Andre Breton και o Lorca, αργότερα η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολογος, ο Εμπειρίκος και, βέβαια, ο Πεντζίκης. Τα τελευταία χρόνια με εμπνέουν πολύ οι Κινέζοι και Γιαπωνέζοι ποιητές, όπως ο Li Po, o Wang Wei και ο Basho...
CB: Οι συναντήσεις σου με τον μακαρίτη, τον Πεντζίκη, έχουν περάσει πια στη σφαίρα του θρύλου. Πες μας κάτι γι' αυτόν, αν θέλεις. Ίσως κάποιο περιστατικό που σου έκανε εντύπωση από την εποχή της φιλίας σας.
Σ: Ο Πεντζίκης ήταν ένας άρχοντας, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος και έξυπνος, ήταν ένας γίγαντας που ανακεφαλαίωνε όλον τον ελληνισμό και κατείχε, επίσης, τη σύγχρονη κουλτούρα. Είχε πολλή αγάπη και ήξερε να γράφει. Με πρόσεξε μόλις έφθασα στην Ελλάδα και παρέμεινα στενός του φίλος μέχρι τον θάνατό του. Μου είπε πριν πεθάνει: «Θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπάμε πολύ, οικογενειακώς σε αγαπάμε», ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα απ' αυτόν. Μου παρέδωσε κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω: ένα πυρ...
CB: Θέλεις να κάνεις ένα σχόλιο για τη συνάντησή σου με τον Μάριο Βάργκας Γιόσα;
Ήταν ομολογουμένως πολύ κολακευτικό για σένα το άρθρο του στην «Ελ Παΐς».
Σ: Όταν συναντηθήκαμε και είχαμε ένα «τετ α τετ» δεν κατάλαβα ότι θα έγραφε για μένα. Είναι ένας πολύ ανοιχτός και εγκάρδιος άνθρωπος, με λεπτότητα και καλλιέργεια.
CB: Ποια η γνώμη σου για το Captainbook.gr, από όσο πρόλαβες να περιηγηθείς στις σελίδες του; Πρόσεξε τι θα πεις γιατί θα σε αποκηρύξω. (Γέλια).
Σ: Έχετε έναν ενθουσιασμό, ένα μεράκι και, φαίνεται πως έχετε μια επαγγελματικότητα: απαραίτητο πράγμα.
CB: Θέλεις να κάνεις μια ευχή για το ξεκίνημά μας;
Σ: Αφού σηκώσατε πανί, καλό ταξίδι!
CB: Ευχαριστούμε πολύ.
https://www.captainbook.gr/shop/?p=58
Η ποίηση ένα είδος προσευχής
CΑPTAINBOOK: Είναι μεγάλη χαρά για μένα να συνομιλώ και πάλι μαζί σου. Είναι τόσο δύσκολο τα τελευταία χρόνια να σε εντοπίσει κανείς. Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ.
[i] Ο Συμεών είναι Περουβιανός ( Miguel Angel de la Jara Higinson, κατά κόσμο) και όμως γνωρίζει τα ελληνικά καλύτερα από τους περισσότερους από εμάς. Είναι αναχωρητής, ταξιδευτής, στοχαστής και ζωγράφος, αλλά πάνω από όλα ποιητής. Ποιητής με όλες τις σημασίες της λέξης.
Πρέπει να τον δει κανείς να ετοιμάζει ένα τσάι για να καταλάβει ότι η ποίηση γι' αυτόν δεν είναι μόνο γραπτός λόγος. Όταν συνομιλείς μαζί του αισθάνεσαι ότι, ενώ βρίσκεται δίπλα σου, ταυτόχρονα ταξιδεύει κάπου αλλού και σε ταξιδεύει.
Και σίγουρα μια συνέντευξη σαν και αυτή δεν είναι δυνατόν να σας μεταδώσει παρά μονάχα ψήγματα της πολύπλευρης προσωπικότητάς του. Ίσως, πάλι, τον γνωρίσετε καλύτερα διαβάζοντας τα βιβλία του, «Συμεών Μνήμα» και «Με ιμάτιον μέλαν» από τις εκδόσεις Άγρα.
Εμείς, οι επιβάτες του CaptainBook.gr, τα έχουμε διαβάσει και από τότε έγιναν μόνιμοι συνοδοιπόροι μας στα τοπία της ποίησης. Ελπίζουμε να γίνουν και δικοί σας.
ΣΥΜΕΩΝ: Και δική μου χαρά.
CB: Κυκλοφορούν κατά καιρούς διάφορες φήμες για σένα: ότι είσαι εξωγήινος, ότι έχεις μια μυστική μηχανή του χρόνου, ότι γίνεσαι αόρατος όποτε θέλεις. Τι έχεις να πεις σχετικά;
Σ: Ότι γίνομαι αόρατος; Μακάρι!... Είμαστε στον κόσμο για να γινόμαστε αόρατοι και να φανερώνουμε το αόρατο, σ' αυτό έγκειται η αρετή. Η φανέρωση στον κόσμο του αόρατου κάλλους: αυτό, και μόνο, είναι η λεγόμενη αρετή. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι είμαι, απλώς, ένας ταλαίπωρος...
CB: Πώς βλέπεις τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής; Ξέρω ότι έχεις υπηρετήσει και τις δύο.
Σ: Πιστεύω, όπως έχει ήδη ειπωθεί, ότι η ποίηση είναι ζωγραφική με λόγια και η ζωγραφική, ποίηση με γραμμές και χρώματα... τουλάχιστον η ποίηση και η ζωγραφική που μου αρέσουν.
CB: Τι περιέχουν οι αποσκευές σου όταν ταξιδεύεις στη θάλασσα του γραπτού λόγου;
Σ: Μολύβι και χαρτί στις αποσκευές ή μάλλον στην τσάντα μου. Και έχω μέσα μου μια καρδιά που αισθάνεται...
CB: Θα δούμε άραγε νέα σου ποιήματα ή μεταφράσεις (σαν την εξαιρετική στην «Τέχνη του Γραψίματος» του Λου Τσι) τυπωμένα σύντομα;
Σ: Ετοιμάζεται, τώρα, πάλι από την Άγρα, η έκδοση μιας μικρής συλλογής των ποιημάτων μου στα ισπανικά.
CB: Η ζωγραφική έχει ακόμα σημαντική θέση στις καλλιτεχνικές σου αναζητήσεις;
Σ: Ναι, αλλά περισσότερο γράφω. Γράφω στίχους και πεζό λόγο. Θα τον έλεγε κανείς, ίσως, ποιητικό πεζό λόγο.
CB: Γνωρίζω μερικά βιβλιοπωλεία στην Αθήνα που έχουν σε περίοπτη θέση τα βιβλία σου, ακόμα και αυτά που έχουν εκδοθεί πριν είκοσι χρόνια. Τι έχεις κάνει στους ιδιοκτήτες τους; Μάγια;
Σ: (Γέλια)
CB: Πώς βλέπεις την ελληνική πραγματικότητα γενικά, αλλά και ειδικά σε σχέση με τη βιβλιοπαραγωγή και την τέχνη του γραψίματος;
Σ: Γενικά; Τι να πω εγώ... Καλύτερα θα ήτανε να σιωπώ... Νομίζω - αλλά ίσως να κάνω λάθος- ότι στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία σπανίζουν πολύ οι ευγενείς, οι αριστο-κράτες (όχι, αναγκαστικά, οι εκ γενετής). Να το πω με έναν χριστιανικό ή της ηθικής όρο: σπανίζουν οι ενάρετοι... Το ίδιο ισχύει για την τέχνη του γραψίματος (αν και, τελευταία, δεν παρακολουθώ τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία). Στα κινεζικά η λέξη «ποίημα» αποτελείται αριστερά από το σύμβολο «λέξη» και στα δεξιά από το σύμβολο «ναός». Δεν είναι η ποίηση λατρεία με λέξεις; Ένα είδος προσευχής... όπως και κάθε τέχνη; Πάρα πολλά βιβλία παράγονται στην Ελλάδα και, τα τελευταία χρόνια, γίνονται πολύ ωραίες εκδόσεις, που δύσκολα βρίσκεις ανάλογες αλλού.
CB: Ποιοι συγγραφείς ή ποιητές στάθηκαν για σένα οδηγοί;
Σ: Στην αρχή, όταν ήμουν έφηβος, ο Rimbaud, o Andre Breton και o Lorca, αργότερα η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολογος, ο Εμπειρίκος και, βέβαια, ο Πεντζίκης. Τα τελευταία χρόνια με εμπνέουν πολύ οι Κινέζοι και Γιαπωνέζοι ποιητές, όπως ο Li Po, o Wang Wei και ο Basho...
CB: Οι συναντήσεις σου με τον μακαρίτη, τον Πεντζίκη, έχουν περάσει πια στη σφαίρα του θρύλου. Πες μας κάτι γι' αυτόν, αν θέλεις. Ίσως κάποιο περιστατικό που σου έκανε εντύπωση από την εποχή της φιλίας σας.
Σ: Ο Πεντζίκης ήταν ένας άρχοντας, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος και έξυπνος, ήταν ένας γίγαντας που ανακεφαλαίωνε όλον τον ελληνισμό και κατείχε, επίσης, τη σύγχρονη κουλτούρα. Είχε πολλή αγάπη και ήξερε να γράφει. Με πρόσεξε μόλις έφθασα στην Ελλάδα και παρέμεινα στενός του φίλος μέχρι τον θάνατό του. Μου είπε πριν πεθάνει: «Θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπάμε πολύ, οικογενειακώς σε αγαπάμε», ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα απ' αυτόν. Μου παρέδωσε κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω: ένα πυρ...
CB: Θέλεις να κάνεις ένα σχόλιο για τη συνάντησή σου με τον Μάριο Βάργκας Γιόσα;
Ήταν ομολογουμένως πολύ κολακευτικό για σένα το άρθρο του στην «Ελ Παΐς».
Σ: Όταν συναντηθήκαμε και είχαμε ένα «τετ α τετ» δεν κατάλαβα ότι θα έγραφε για μένα. Είναι ένας πολύ ανοιχτός και εγκάρδιος άνθρωπος, με λεπτότητα και καλλιέργεια.
CB: Ποια η γνώμη σου για το Captainbook.gr, από όσο πρόλαβες να περιηγηθείς στις σελίδες του; Πρόσεξε τι θα πεις γιατί θα σε αποκηρύξω. (Γέλια).
Σ: Έχετε έναν ενθουσιασμό, ένα μεράκι και, φαίνεται πως έχετε μια επαγγελματικότητα: απαραίτητο πράγμα.
CB: Θέλεις να κάνεις μια ευχή για το ξεκίνημά μας;
Σ: Αφού σηκώσατε πανί, καλό ταξίδι!
CB: Ευχαριστούμε πολύ.
https://www.captainbook.gr/shop/?p=58
Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012
Επειδή οι Ειδήσεις δεν είναι πάντα έτσι, όπως παρουσιάζονται!
COSTA CONCORDIA”: ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΣΤΩΝ
ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ*
Του Ηλία Σιαμέλα**
Είναι πραγματικά δύσκολο να πεις τη γνώμη σου για ένα ναυάγιο, πόσο μάλλον να κρίνεις τα μέλη του πληρώματος και να βγάζεις καταδικαστικές αποφάσεις.
Όμως αυτό δεν ισχύει για τους πολυήχητους δημοσιογράφους των ΜΜΕ. Αυτή η διεθνής κάστα είναι αδίσταχτη και πανούργα. Δε σέβεται την αλήθεια, μα ούτε και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κατευθύνει τη γραφίδα ή το λόγο της, εκεί όπου η κυρίαρχη λογική του συστήματος επιτάσσει. Έτσι, κανείς ποτέ δε μαθαίνει τα πραγματικά γεγονότα και τις αιτίες που τα προκαλούν. Αυτοί οι τύποι αγωνίζονται μόνο για να εντυπωσιάσουν την κοινή γνώμη, και να την οδηγήσουν στης παραπληροφόρησης τον χλεμπονιάρη βούρκο. Και ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία η «λιποταξία» του καπετάνιου του Costa Concordia. Αυτή η «πράξη» επικαλύπτει και βολεύει τους πάντες. Από τους πλοιοκτήτες μέχρι τα κράτη και τις πολυεθνικές. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και με τον «Ωκεανό» του Ποταμιάνου, που βυθίστηκε τον Αύγουστο του 1991 στ’ ανοιχτά της Νότιας Αφρικής.
Είναι κοινό μυστικό, σ’ όλους όσους ασχολούνται με την επιβατηγό ναυτιλία, ότι ποτέ, κανένας πλοίαρχος, όσο ικανός κι αν είναι, δε μπορεί να χειριστεί με επιτυχία μια επιχείρηση διάσωσης, με έναν τόσο μεγάλο αριθμό επιβαινόντων! Αυτά τα μεγαθήρια που έχουν ναυπηγηθεί και κυκλοφορούν στις θάλασσες, είναι στην κυριολεξία πλωτά φέρετρα, που φέρνουν τη σημαία της απληστίας των χοντρόπετσων πλοιοκτητών, και των χρηματοπιστωτικών καρτέλ, που είναι πίσω τους. Γι’ αυτούς δεν έχει σημασία η ασφάλεια των επιβαινόντων. Αυτή τη γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια.
Θυμάμαι αυτά που μου είχε πει ένας, ελληνικής καταγωγής, επιχειρηματίας στη Βενεζουέλα, όταν τον ρώτησα γιατί αφού είχε συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο στα χέρια του, δεν μεγάλωνε την εταιρεία του. Η απάντησή του περιέκλειε όλη τη σοφία του κόσμου. Μια επιχείρηση, μου είχε πει, είναι σαν την γυναίκα σου. Αν την αφήσεις να παχύνει υπερβολικά, δε θα μπορείς να την αγκαλιάσεις!
Αυτό λοιπόν συμβαίνει και με τα μεγαθήρια που κατασκεύασαν οι αδίσταχτοι κακοποιοί των καρτέλ του χρήματος. Αυτοί που καλούνται να κουμαντάρουν αυτά τα πλοία – πόλεις, δηλαδή οι καπετάνιοι, σε περίπτωση εγκατάλειψης, είναι αδύνατο να τ’ «αγκαλιάσουν» και να τα θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους, αφού έχουν πάνω απ’ το κεφάλι τους χιλιάδες ανθρώπους σε κατάσταση πανικού. Όμως αυτές οι αλήθειες δε βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Στο πλοίο «Ωκεανός» του Ποταμιάνου, έγινε η πιο επιτυχημένη επιχείρηση διάσωσης στα παγκόσμια χρονικά. Κάτω από τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες και με τεράστια κύματα που χιμούσαν ολοζώντανα από το φοβερό ακρωτήριο aghulhas, και με έναν σκυλογδάρτη άνεμο που ξεπερνούσε τα 9 μποφόρ, κατορθώθηκε αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Παρ’ ότι επέβαιναν στο πλοίο περισσότερα από 600 άτομα, δεν άνοιξε ούτε μύτη. Όμως αυτό το απίστευτο κατόρθωμα κονιορτοποιήθηκε απ’ τον αδίσταχτο εσμό των δημοσιογράφων. Αντί να προσπαθήσουν να μάθουν την αιτία που βυθίστηκε το πλοίο, πιάστηκαν από το γεγονός ότι ο πλοίαρχος δεν εγκατέλειψε τελευταίος το πλοίο.
Πρόθεσή μου δεν είναι να δικαιολογήσω την πράξη του συγκεκριμένου καπετάνιου, αλλά να αποκαταστήσω την ιστορική αλήθεια. Γι’ αυτό μπορώ αβίαστα να πω, ότι η «φυγή» του καπετάνιου, όχι μόνο δεν επηρέασε αρνητικά την όλη εξέλιξη της επιχείρησης διάσωσης, απεναντίας την ενίσχυσε. Η πρωτοβουλία αυτή, σα μια σκέψη ανθρωπιάς και μόνο, ήταν ένα άλμα έξω και πέρα από τις καθιερωμένες μέχρι τότε πρακτικές! Πολύ πριν εγκαταλείψει το πλοίο, είχε παραδώσει τη σκυτάλη στους ειδικά εκπαιδευμένους κομάντος του Ναυτικού της Νότιας Αφρικής. Επειδή κάποιες βάρκες, απ’ αυτές που είχαν εγκαταλείψει το πλοίο, δεν απαντούσαν στις επίμονες κλήσεις μας, πιστέψαμε ότι ίσως να χρειάζονταν κι αυτές βοήθεια. Γι’ αυτό ο καπετάνιος έκρινε ότι έπρεπε να επιβιβασθεί σε ελικόπτερο, για να έχει μια προσωπική αντίληψη για την τύχη των επιβαινόντων. Όμως οι δημοσιογράφοι, λυσσιάρικα πιόνια, κύρια εγγλέζικων ανταγωνιστικών συμφερόντων, άδραξαν την ευκαιρία για να τον κατηγορήσουν ότι εγκατέλειψε τους επιβάτες, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων, που σάρωσε την υφήλιο. Πέρα όμως από τα αμαρτωλά ΜΜΕ, η ίδια η πλοιοκτήτρια εταιρεία, έκανε πολύ λίγα για την ανατροπή αυτής της προπαγάνδας, γιατί είδε ότι η τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα τη βόλευαν, για να επικαλύψει τις δικές της ευθύνες για τα αίτια του ναυαγίου. Το «Ωκεανός» ναυάγησε επειδή, προκειμένου να προλάβουν το ναύλο, δεν είχαν αντικαταστήσει τη σάπια λαμαρίνα γύρω από την αναρρόφηση της μηχανής, με αποτέλεσμα λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής, να ανοίξει μεγάλη τρύπα, να μπούνε νερά στο πλοίο και να ναυαγήσει.
Σε όλα τα πλοία υπάρχει ένα σχέδιο εγκατάλειψης και είναι όλοι υποχρεωμένοι να το τηρήσουν. Όμως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διενεργείται μια επιχείρηση διάσωσης, είναι κάθε φορά διαφορετικές. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν κανόνες απαραβίαστοι. Πολλοί παράγοντες υπεισέρχονται, που κανένας δε μπορεί προκαταβολικά, ούτε καν να τους φανταστεί.
Στην περίπτωση του «Ωκεανός», σκόπιμα μηδενίστηκε η υπεράνθρωπη προσπάθεια και η τεράστια συμβολή του πλοιάρχου Γιάννη Αβρανά στη διάσωση εκατοντάδων ψυχών, πριν ακόμη φτάσουν τα ελικόπτερα για να παραλάβουν αυτούς, που είχαν εγκλωβιστεί στο πλοίο. Ποιος ήταν ο λόγος που χαρακτηρίστηκε «Coward» ένας πραγματικός ήρωας; Εξετάστηκε ποτέ, ποια ήταν η στρατηγική του καπετάνιου, που οδήγησε σε μια επιτυχία, που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της ναυσιπλοΐας; Η πρώτη κίνησή του ήταν να κλείσει τις υδατοστεγείς πόρτες. Η δεύτερη, να ρίξει τις άγκυρες, ώστε όχι μόνο να μην παρασυρθεί το πλοίο, αλλά και να επιβραδύνει τη βύθιση του, προκειμένου να υπάρξει χρόνος για την αποβίβαση των ναυαγών. Η τρίτη κίνησή του ήταν να επιβιβάσει πρώτα τα γυναικόπαιδα και τα ευπαθή άτομα σε μια βάρκα, με επικεφαλής τον ύπαρχο, για να τους παραλάβει το πρώτο πλοίο που είχε προστρέξει. Μετά ακολούθησε η συντεταγμένη εκκένωση του πλοίου, με την επιβίβαση των επιβατών και του πληρώματος στις σωσίβιες βάρκες, όσες φυσικά μπόρεσαν να καθελκυστούν, επειδή το πλοίο είχε πάρει κλίση. Πάνω στο πλοίο είχαμε μείνει 170 άτομα και οι βάρκες που είχαν αποβιβάσει στα άλλα πλοία τους ναυαγούς δε μπορούσαν, παρά τις προσπάθειες που έγιναν, να προσεγγίσουν ξανά το πλοίο, για να παραλάβουν τους υπόλοιπους, λόγω του σφοδρού κυματισμού.
Όμως η άλλη κίνηση που είχα κάνει εγώ ο ίδιος, με δική μου πρωτοβουλία, χωρίς να έχω ενημερώσει τον πλοίαρχο, λειτούργησε συμπληρωματικά, αλλά και καταλυτικά στην όλη εξέλιξη της επιχείρησης διάσωσης.*** Στην αρχή επικοινώνησα με τον λιμενάρχη του Durban και του ζήτησα επιτακτικά, και με όση δύναμη ψυχής διέθετα, να στείλει ελικόπτερα, αλλά και αεροσκάφη να κάνουν ρίψεις ομαδικών σωσιβίων κλπ. Όμως επειδή αργούσε να έρθει η βοήθεια, πάλι με δική μου πρωτοβουλία, ήρθα σε επαφή με τον Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας στην Ελλάδα, και ζήτησα από τον αρμόδιο Αξιωματικό να επικοινωνήσει το γρηγορότερο με το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μας, για να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής, να στείλουν το συντομότερο δυνατόν ελικόπτερα, γιατί θα ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής των εγκλωβισμένων πάνω στο πλοίο. Ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου η απάντηση του έλληνα αξιωματικού: «Μάλιστα κύριε πλοίαρχε, θα κάνουμε αυτό που ζητάτε»!
Όταν ναυαγοί πλέον, φιλοξενούμαστε σε μια στρατιωτική μονάδα, είχα μια συζήτηση με έναν αξιωματικό του Ναυτικού, που μετείχε στην επιχείρηση διάσωσης, και μου είπε ότι του έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, ότι είχαν φέρει ελικόπτερα από βάσεις που ήσαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και ότι αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ άλλοτε, στην ιστορία της χώρας του. Όταν φτάσαμε στο Durban και πήρα μια εφημερίδα, είχε στην πρώτη σελίδα με πηχυαίους τίτλους την είδηση ότι, έγινε η μεγαλύτερη κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων στη χώρα, μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο!
Όταν λοιπόν συνέβησαν όλα αυτά, τα οποία έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη διάσωση τόσων ψυχών, αλλά αγνοήθηκαν σκόπιμα από τα αμαρτωλά ΜΜΕ και όχι μόνο, πώς σήμερα που τ’ ανακαλώ στη μνήμη μου, να μη «γυρίζω τα μάτια / δάκρυα γιομάτα / κατά το παραθύρι», όπως λέει κι ο αγαπητός ποιητής; ****
Όταν κανείς δημοσιογράφος δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει για τις προσπάθειες που έγιναν από το σύνολο σχεδόν του πληρώματος. Για το γεγονός ότι τα χέρια των ναυτών γέμισαν πληγές, στην προσπάθειά τους να αποσυνδέσουν τους γάντζους απ’ τις βάρκες. Όταν εγώ, μόνος, αφού ήδη είχα τελειώσει με τα κύρια καθήκοντά μου, με ένα τσεκούρι που δεν… έκοβε, προσπαθούσα να κόψω τα σχοινιά για να απελευθερώσω τις σχεδίες, που ήσαν δεμένες στην κόντρα γέφυρα, για να πιαστούν οι ναυαγοί, αν ξαφνικά βυθιζόταν το ημιβυθισμένο ήδη πλοίο… Και πόσες άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες πάρθηκαν από τα άλλα μέλη του πληρώματος, που μπορεί τώρα να φαντάζουν ασήμαντες, όμως αυτές οι κινήσεις, αν τα πράγματα εξελισσόντουσαν διαφορετικά, θα έσωζαν δεκάδες ή εκατοντάδες ψυχές.
Όμως η προπαγάνδα ήταν τόσο μεγάλη, η πλύση εγκεφάλου από τους κατευθυνόμενους Οίκους Αποβλάκωσης των ΜΜΕ ήταν τόσο «παραγωγική», που είχε οξειδώσει ακόμη και τη δική μας σκέψη. Είχαμε φτάσει στο σημείο να ντρεπόμαστε εμείς, που είχαμε κάνει τόσα πολλά, για να σώσουμε τόσους ανθρώπους! Κι όλα αυτά στο όνομα των άγριων συμφερόντων που υπηρετούσαν τα ΜΜΕ. Έτσι λοιπόν κάθε φορά, η «φυγή» των πλοιάρχων, και ο σκόπιμος θόρυβος που ακολουθεί, βολεύει κύρια τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, αφού τις βοηθάει να κουκουλώσουν τις ευθύνες τους.
Η ναυπήγηση και η κυκλοφορία πλοίων τεράτων, σαν το Costa Concordia, με την ανοχή των κυβερνήσεων και του Διεθνούς Οργανισμού, που ασχολείται με την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα, είναι ένα διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Η ναυπήγηση μικρότερων πλοίων, που να φιλοξενούν έναν λογικό αριθμό επιβατών, για τους σύγχρονους δεινόσαυρους του χρήματος, είναι κάτι το αδιανόητο. Η απληστία, σαν ένα ξεμαλλιασμένο σύννεφο, αρμενίζει πάντα στον άρρωστο ουρανό τους.
Ο κανονισμός, ή κατά κάποιους, το συμβόλαιο τιμής, που θέλει τον πλοίαρχο να φεύγει τελευταίος, είναι ένας θεσμός παρωχημένος, ειδικά για τα επιβατηγά πλοία, όπου πολλές φορές οι συνθήκες επιβάλλουν μια πιο ευέλικτη στρατηγική.
Ο ίδιος κανονισμός υποχρέωνε και τον ασυρματιστή να φεύγει τελευταίος από το πλοίο, μαζί με τον καπετάνιο. Τα συμφέροντα και οι υπάκουες κυβερνήσεις, ποτέ δε θα καταργούσαν έναν τέτοιο κανονισμό. Όμως τον ασυρματιστή τον κατάργησαν!
Σήμερα, τα μέσα επικοινωνίας είναι τέτοια, που επιτρέπουν στον σημερινό καπετάνιο του επιβατικού πλοίου να κινείται πάνω και έξω απ’ αυτό, προκειμένου να επιτηρεί π.χ την επιβίβαση των επιβατών στις βάρκες, όταν η εγκατάλειψη γίνεται από την κύρια έξοδο του βαποριού ή να ενδιαφερθεί για το «στόλο» των σωσίβιων λέμβων, όταν η συνέχιση της επιχείρησης διάσωσης πάνω στο πλοίο βρίσκεται στα χέρια πεπειραμένων κομάντος, όπως έγινε στο «Ωκεανός».
Όμως αυτά τα νέα δεδομένα και οι καινούργιες ιδέες, δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα είναι το τελευταίο που απασχολεί τους ζάπλουτους πλοιοκτήτες. Ειδικά σήμερα που η ανθρωπότητα έχει μπει για καλά στον αστερισμό του τραγικού φασισμού. Δεν είναι ανάγκη να υπάρξει πάλι ο Μουσολίνι. Τον αντικαθιστούν άριστα χιλιάδες εκπαιδευμένα ανθρωπάκια, που τους έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα της «ενημέρωσης» και των εύκολων εντυπώσεων, ώστε να κατευθύνουν την κοινή γνώμη κατά εκεί που προστάζουν τ’ αφεντικά.
Γι’ αυτό είμαι πολύ επιφυλακτικός όταν ακούω πάλι να ξετυλίγεται το ίδιο σενάριο. Ν’ αποκαλούν τον πλοίαρχο του Costa Concordia, “coward”, δηλαδή «δειλό και άνανδρο». Ν’ ανακηρύσσουν τον αξιωματικό της ακτοφυλακής …εθνικό ήρωα, και να μη γίνεται κουβέντα για τις ευθύνες των πλοιοκτητών!
Είναι γνωστό πλέον πως κατασκευάζονται οι μύθοι, και πολλαπλασιάζονται οι αξίες της αγοράς. Σταλαγματιά, σταλαγματιά, με το ύπουλο δάκρυ και το πορνεμένο σάλιο των δημοσιογράφων, γεμίζουν τα θησαυροφυλάκια των πολυεθνικών δεινοσαύρων. Πως αλλιώς θα αποκτούσαν τη χρυσή δύναμη, για να ναυπηγούν χάρτινους πύργους και πλωτές ανοχύρωτες πόλεις, να πνίγουν ανενόχλητα αθώους ανθρώπους και την ευθύνη να την ρίχνουν αποκλειστικά σ’ έναν καπετάνιο, που σαν άνθρωπος μπορεί να λύγισε ή κι ακόμη να τρελάθηκε, όταν κάποια στιγμή θα συνειδητοποίησε, ότι θα έπρεπε να έχει τη δύναμη ενός θεού, ή ενός «τέρατος», για να μπορέσει να διασώσει 4200 ναυαγούς, που βρίσκονταν σε κατάσταση απόλυτου πανικού!
*Το κρουαζιερόπλοιο Costa Concordia ανήκε στην εταιρία “Carnival ”!
**Ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου ήταν Προϊστάμενος Ασυρματιστής στο κρουαζιερόπλοιο «Ωκεανός», που ναυάγησε στις θάλασσες της Νότιας Αφρικής.
***Ζητώ συγγνώμη για το «εγώ». Ήταν αυτό που με είχε κάνει να σιωπήσω όλα τούτα τα χρόνια. Όμως οι καθαρές ιστορίες επιτάσσουν μερικές φορές, για χάρη της αλήθειας, να υπερβαίνουμε ακόμη και τις αρχές μας. Ειδικά τώρα, που η επίθεση των κυβερνήσεων, της εργοδοσίας και των υποχθόνιων κέντρων της δημοσιογραφίας, εναντίον των εργαζόμενων όλου του κόσμου, έχει πάρει κακουργηματικές διαστάσεις.
**** Οδυσσέας Ελύτης.
Σημείωση: Παρακαλώ τους ιταλομαθείς φίλους να μεταφράσουν το παραπάνω κείμενο και να το στείλουν στα ιταλικά blogs. Θα ήταν ένα ελάχιστο δείγμα συμπαράστασης στους αφανείς ήρωες ναυτεργάτες του Costa Concordia.
Παρώρεια Αρκαδίας, 31 Ιανουαρίου 2012
ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ*
Του Ηλία Σιαμέλα**
Είναι πραγματικά δύσκολο να πεις τη γνώμη σου για ένα ναυάγιο, πόσο μάλλον να κρίνεις τα μέλη του πληρώματος και να βγάζεις καταδικαστικές αποφάσεις.
Όμως αυτό δεν ισχύει για τους πολυήχητους δημοσιογράφους των ΜΜΕ. Αυτή η διεθνής κάστα είναι αδίσταχτη και πανούργα. Δε σέβεται την αλήθεια, μα ούτε και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κατευθύνει τη γραφίδα ή το λόγο της, εκεί όπου η κυρίαρχη λογική του συστήματος επιτάσσει. Έτσι, κανείς ποτέ δε μαθαίνει τα πραγματικά γεγονότα και τις αιτίες που τα προκαλούν. Αυτοί οι τύποι αγωνίζονται μόνο για να εντυπωσιάσουν την κοινή γνώμη, και να την οδηγήσουν στης παραπληροφόρησης τον χλεμπονιάρη βούρκο. Και ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία η «λιποταξία» του καπετάνιου του Costa Concordia. Αυτή η «πράξη» επικαλύπτει και βολεύει τους πάντες. Από τους πλοιοκτήτες μέχρι τα κράτη και τις πολυεθνικές. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και με τον «Ωκεανό» του Ποταμιάνου, που βυθίστηκε τον Αύγουστο του 1991 στ’ ανοιχτά της Νότιας Αφρικής.
Είναι κοινό μυστικό, σ’ όλους όσους ασχολούνται με την επιβατηγό ναυτιλία, ότι ποτέ, κανένας πλοίαρχος, όσο ικανός κι αν είναι, δε μπορεί να χειριστεί με επιτυχία μια επιχείρηση διάσωσης, με έναν τόσο μεγάλο αριθμό επιβαινόντων! Αυτά τα μεγαθήρια που έχουν ναυπηγηθεί και κυκλοφορούν στις θάλασσες, είναι στην κυριολεξία πλωτά φέρετρα, που φέρνουν τη σημαία της απληστίας των χοντρόπετσων πλοιοκτητών, και των χρηματοπιστωτικών καρτέλ, που είναι πίσω τους. Γι’ αυτούς δεν έχει σημασία η ασφάλεια των επιβαινόντων. Αυτή τη γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια.
Θυμάμαι αυτά που μου είχε πει ένας, ελληνικής καταγωγής, επιχειρηματίας στη Βενεζουέλα, όταν τον ρώτησα γιατί αφού είχε συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο στα χέρια του, δεν μεγάλωνε την εταιρεία του. Η απάντησή του περιέκλειε όλη τη σοφία του κόσμου. Μια επιχείρηση, μου είχε πει, είναι σαν την γυναίκα σου. Αν την αφήσεις να παχύνει υπερβολικά, δε θα μπορείς να την αγκαλιάσεις!
Αυτό λοιπόν συμβαίνει και με τα μεγαθήρια που κατασκεύασαν οι αδίσταχτοι κακοποιοί των καρτέλ του χρήματος. Αυτοί που καλούνται να κουμαντάρουν αυτά τα πλοία – πόλεις, δηλαδή οι καπετάνιοι, σε περίπτωση εγκατάλειψης, είναι αδύνατο να τ’ «αγκαλιάσουν» και να τα θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους, αφού έχουν πάνω απ’ το κεφάλι τους χιλιάδες ανθρώπους σε κατάσταση πανικού. Όμως αυτές οι αλήθειες δε βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Στο πλοίο «Ωκεανός» του Ποταμιάνου, έγινε η πιο επιτυχημένη επιχείρηση διάσωσης στα παγκόσμια χρονικά. Κάτω από τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες και με τεράστια κύματα που χιμούσαν ολοζώντανα από το φοβερό ακρωτήριο aghulhas, και με έναν σκυλογδάρτη άνεμο που ξεπερνούσε τα 9 μποφόρ, κατορθώθηκε αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Παρ’ ότι επέβαιναν στο πλοίο περισσότερα από 600 άτομα, δεν άνοιξε ούτε μύτη. Όμως αυτό το απίστευτο κατόρθωμα κονιορτοποιήθηκε απ’ τον αδίσταχτο εσμό των δημοσιογράφων. Αντί να προσπαθήσουν να μάθουν την αιτία που βυθίστηκε το πλοίο, πιάστηκαν από το γεγονός ότι ο πλοίαρχος δεν εγκατέλειψε τελευταίος το πλοίο.
Πρόθεσή μου δεν είναι να δικαιολογήσω την πράξη του συγκεκριμένου καπετάνιου, αλλά να αποκαταστήσω την ιστορική αλήθεια. Γι’ αυτό μπορώ αβίαστα να πω, ότι η «φυγή» του καπετάνιου, όχι μόνο δεν επηρέασε αρνητικά την όλη εξέλιξη της επιχείρησης διάσωσης, απεναντίας την ενίσχυσε. Η πρωτοβουλία αυτή, σα μια σκέψη ανθρωπιάς και μόνο, ήταν ένα άλμα έξω και πέρα από τις καθιερωμένες μέχρι τότε πρακτικές! Πολύ πριν εγκαταλείψει το πλοίο, είχε παραδώσει τη σκυτάλη στους ειδικά εκπαιδευμένους κομάντος του Ναυτικού της Νότιας Αφρικής. Επειδή κάποιες βάρκες, απ’ αυτές που είχαν εγκαταλείψει το πλοίο, δεν απαντούσαν στις επίμονες κλήσεις μας, πιστέψαμε ότι ίσως να χρειάζονταν κι αυτές βοήθεια. Γι’ αυτό ο καπετάνιος έκρινε ότι έπρεπε να επιβιβασθεί σε ελικόπτερο, για να έχει μια προσωπική αντίληψη για την τύχη των επιβαινόντων. Όμως οι δημοσιογράφοι, λυσσιάρικα πιόνια, κύρια εγγλέζικων ανταγωνιστικών συμφερόντων, άδραξαν την ευκαιρία για να τον κατηγορήσουν ότι εγκατέλειψε τους επιβάτες, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων, που σάρωσε την υφήλιο. Πέρα όμως από τα αμαρτωλά ΜΜΕ, η ίδια η πλοιοκτήτρια εταιρεία, έκανε πολύ λίγα για την ανατροπή αυτής της προπαγάνδας, γιατί είδε ότι η τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα τη βόλευαν, για να επικαλύψει τις δικές της ευθύνες για τα αίτια του ναυαγίου. Το «Ωκεανός» ναυάγησε επειδή, προκειμένου να προλάβουν το ναύλο, δεν είχαν αντικαταστήσει τη σάπια λαμαρίνα γύρω από την αναρρόφηση της μηχανής, με αποτέλεσμα λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής, να ανοίξει μεγάλη τρύπα, να μπούνε νερά στο πλοίο και να ναυαγήσει.
Σε όλα τα πλοία υπάρχει ένα σχέδιο εγκατάλειψης και είναι όλοι υποχρεωμένοι να το τηρήσουν. Όμως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διενεργείται μια επιχείρηση διάσωσης, είναι κάθε φορά διαφορετικές. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν κανόνες απαραβίαστοι. Πολλοί παράγοντες υπεισέρχονται, που κανένας δε μπορεί προκαταβολικά, ούτε καν να τους φανταστεί.
Στην περίπτωση του «Ωκεανός», σκόπιμα μηδενίστηκε η υπεράνθρωπη προσπάθεια και η τεράστια συμβολή του πλοιάρχου Γιάννη Αβρανά στη διάσωση εκατοντάδων ψυχών, πριν ακόμη φτάσουν τα ελικόπτερα για να παραλάβουν αυτούς, που είχαν εγκλωβιστεί στο πλοίο. Ποιος ήταν ο λόγος που χαρακτηρίστηκε «Coward» ένας πραγματικός ήρωας; Εξετάστηκε ποτέ, ποια ήταν η στρατηγική του καπετάνιου, που οδήγησε σε μια επιτυχία, που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της ναυσιπλοΐας; Η πρώτη κίνησή του ήταν να κλείσει τις υδατοστεγείς πόρτες. Η δεύτερη, να ρίξει τις άγκυρες, ώστε όχι μόνο να μην παρασυρθεί το πλοίο, αλλά και να επιβραδύνει τη βύθιση του, προκειμένου να υπάρξει χρόνος για την αποβίβαση των ναυαγών. Η τρίτη κίνησή του ήταν να επιβιβάσει πρώτα τα γυναικόπαιδα και τα ευπαθή άτομα σε μια βάρκα, με επικεφαλής τον ύπαρχο, για να τους παραλάβει το πρώτο πλοίο που είχε προστρέξει. Μετά ακολούθησε η συντεταγμένη εκκένωση του πλοίου, με την επιβίβαση των επιβατών και του πληρώματος στις σωσίβιες βάρκες, όσες φυσικά μπόρεσαν να καθελκυστούν, επειδή το πλοίο είχε πάρει κλίση. Πάνω στο πλοίο είχαμε μείνει 170 άτομα και οι βάρκες που είχαν αποβιβάσει στα άλλα πλοία τους ναυαγούς δε μπορούσαν, παρά τις προσπάθειες που έγιναν, να προσεγγίσουν ξανά το πλοίο, για να παραλάβουν τους υπόλοιπους, λόγω του σφοδρού κυματισμού.
Όμως η άλλη κίνηση που είχα κάνει εγώ ο ίδιος, με δική μου πρωτοβουλία, χωρίς να έχω ενημερώσει τον πλοίαρχο, λειτούργησε συμπληρωματικά, αλλά και καταλυτικά στην όλη εξέλιξη της επιχείρησης διάσωσης.*** Στην αρχή επικοινώνησα με τον λιμενάρχη του Durban και του ζήτησα επιτακτικά, και με όση δύναμη ψυχής διέθετα, να στείλει ελικόπτερα, αλλά και αεροσκάφη να κάνουν ρίψεις ομαδικών σωσιβίων κλπ. Όμως επειδή αργούσε να έρθει η βοήθεια, πάλι με δική μου πρωτοβουλία, ήρθα σε επαφή με τον Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας στην Ελλάδα, και ζήτησα από τον αρμόδιο Αξιωματικό να επικοινωνήσει το γρηγορότερο με το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μας, για να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής, να στείλουν το συντομότερο δυνατόν ελικόπτερα, γιατί θα ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής των εγκλωβισμένων πάνω στο πλοίο. Ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου η απάντηση του έλληνα αξιωματικού: «Μάλιστα κύριε πλοίαρχε, θα κάνουμε αυτό που ζητάτε»!
Όταν ναυαγοί πλέον, φιλοξενούμαστε σε μια στρατιωτική μονάδα, είχα μια συζήτηση με έναν αξιωματικό του Ναυτικού, που μετείχε στην επιχείρηση διάσωσης, και μου είπε ότι του έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, ότι είχαν φέρει ελικόπτερα από βάσεις που ήσαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και ότι αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ άλλοτε, στην ιστορία της χώρας του. Όταν φτάσαμε στο Durban και πήρα μια εφημερίδα, είχε στην πρώτη σελίδα με πηχυαίους τίτλους την είδηση ότι, έγινε η μεγαλύτερη κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων στη χώρα, μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο!
Όταν λοιπόν συνέβησαν όλα αυτά, τα οποία έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη διάσωση τόσων ψυχών, αλλά αγνοήθηκαν σκόπιμα από τα αμαρτωλά ΜΜΕ και όχι μόνο, πώς σήμερα που τ’ ανακαλώ στη μνήμη μου, να μη «γυρίζω τα μάτια / δάκρυα γιομάτα / κατά το παραθύρι», όπως λέει κι ο αγαπητός ποιητής; ****
Όταν κανείς δημοσιογράφος δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει για τις προσπάθειες που έγιναν από το σύνολο σχεδόν του πληρώματος. Για το γεγονός ότι τα χέρια των ναυτών γέμισαν πληγές, στην προσπάθειά τους να αποσυνδέσουν τους γάντζους απ’ τις βάρκες. Όταν εγώ, μόνος, αφού ήδη είχα τελειώσει με τα κύρια καθήκοντά μου, με ένα τσεκούρι που δεν… έκοβε, προσπαθούσα να κόψω τα σχοινιά για να απελευθερώσω τις σχεδίες, που ήσαν δεμένες στην κόντρα γέφυρα, για να πιαστούν οι ναυαγοί, αν ξαφνικά βυθιζόταν το ημιβυθισμένο ήδη πλοίο… Και πόσες άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες πάρθηκαν από τα άλλα μέλη του πληρώματος, που μπορεί τώρα να φαντάζουν ασήμαντες, όμως αυτές οι κινήσεις, αν τα πράγματα εξελισσόντουσαν διαφορετικά, θα έσωζαν δεκάδες ή εκατοντάδες ψυχές.
Όμως η προπαγάνδα ήταν τόσο μεγάλη, η πλύση εγκεφάλου από τους κατευθυνόμενους Οίκους Αποβλάκωσης των ΜΜΕ ήταν τόσο «παραγωγική», που είχε οξειδώσει ακόμη και τη δική μας σκέψη. Είχαμε φτάσει στο σημείο να ντρεπόμαστε εμείς, που είχαμε κάνει τόσα πολλά, για να σώσουμε τόσους ανθρώπους! Κι όλα αυτά στο όνομα των άγριων συμφερόντων που υπηρετούσαν τα ΜΜΕ. Έτσι λοιπόν κάθε φορά, η «φυγή» των πλοιάρχων, και ο σκόπιμος θόρυβος που ακολουθεί, βολεύει κύρια τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, αφού τις βοηθάει να κουκουλώσουν τις ευθύνες τους.
Η ναυπήγηση και η κυκλοφορία πλοίων τεράτων, σαν το Costa Concordia, με την ανοχή των κυβερνήσεων και του Διεθνούς Οργανισμού, που ασχολείται με την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα, είναι ένα διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Η ναυπήγηση μικρότερων πλοίων, που να φιλοξενούν έναν λογικό αριθμό επιβατών, για τους σύγχρονους δεινόσαυρους του χρήματος, είναι κάτι το αδιανόητο. Η απληστία, σαν ένα ξεμαλλιασμένο σύννεφο, αρμενίζει πάντα στον άρρωστο ουρανό τους.
Ο κανονισμός, ή κατά κάποιους, το συμβόλαιο τιμής, που θέλει τον πλοίαρχο να φεύγει τελευταίος, είναι ένας θεσμός παρωχημένος, ειδικά για τα επιβατηγά πλοία, όπου πολλές φορές οι συνθήκες επιβάλλουν μια πιο ευέλικτη στρατηγική.
Ο ίδιος κανονισμός υποχρέωνε και τον ασυρματιστή να φεύγει τελευταίος από το πλοίο, μαζί με τον καπετάνιο. Τα συμφέροντα και οι υπάκουες κυβερνήσεις, ποτέ δε θα καταργούσαν έναν τέτοιο κανονισμό. Όμως τον ασυρματιστή τον κατάργησαν!
Σήμερα, τα μέσα επικοινωνίας είναι τέτοια, που επιτρέπουν στον σημερινό καπετάνιο του επιβατικού πλοίου να κινείται πάνω και έξω απ’ αυτό, προκειμένου να επιτηρεί π.χ την επιβίβαση των επιβατών στις βάρκες, όταν η εγκατάλειψη γίνεται από την κύρια έξοδο του βαποριού ή να ενδιαφερθεί για το «στόλο» των σωσίβιων λέμβων, όταν η συνέχιση της επιχείρησης διάσωσης πάνω στο πλοίο βρίσκεται στα χέρια πεπειραμένων κομάντος, όπως έγινε στο «Ωκεανός».
Όμως αυτά τα νέα δεδομένα και οι καινούργιες ιδέες, δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα είναι το τελευταίο που απασχολεί τους ζάπλουτους πλοιοκτήτες. Ειδικά σήμερα που η ανθρωπότητα έχει μπει για καλά στον αστερισμό του τραγικού φασισμού. Δεν είναι ανάγκη να υπάρξει πάλι ο Μουσολίνι. Τον αντικαθιστούν άριστα χιλιάδες εκπαιδευμένα ανθρωπάκια, που τους έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα της «ενημέρωσης» και των εύκολων εντυπώσεων, ώστε να κατευθύνουν την κοινή γνώμη κατά εκεί που προστάζουν τ’ αφεντικά.
Γι’ αυτό είμαι πολύ επιφυλακτικός όταν ακούω πάλι να ξετυλίγεται το ίδιο σενάριο. Ν’ αποκαλούν τον πλοίαρχο του Costa Concordia, “coward”, δηλαδή «δειλό και άνανδρο». Ν’ ανακηρύσσουν τον αξιωματικό της ακτοφυλακής …εθνικό ήρωα, και να μη γίνεται κουβέντα για τις ευθύνες των πλοιοκτητών!
Είναι γνωστό πλέον πως κατασκευάζονται οι μύθοι, και πολλαπλασιάζονται οι αξίες της αγοράς. Σταλαγματιά, σταλαγματιά, με το ύπουλο δάκρυ και το πορνεμένο σάλιο των δημοσιογράφων, γεμίζουν τα θησαυροφυλάκια των πολυεθνικών δεινοσαύρων. Πως αλλιώς θα αποκτούσαν τη χρυσή δύναμη, για να ναυπηγούν χάρτινους πύργους και πλωτές ανοχύρωτες πόλεις, να πνίγουν ανενόχλητα αθώους ανθρώπους και την ευθύνη να την ρίχνουν αποκλειστικά σ’ έναν καπετάνιο, που σαν άνθρωπος μπορεί να λύγισε ή κι ακόμη να τρελάθηκε, όταν κάποια στιγμή θα συνειδητοποίησε, ότι θα έπρεπε να έχει τη δύναμη ενός θεού, ή ενός «τέρατος», για να μπορέσει να διασώσει 4200 ναυαγούς, που βρίσκονταν σε κατάσταση απόλυτου πανικού!
*Το κρουαζιερόπλοιο Costa Concordia ανήκε στην εταιρία “Carnival ”!
**Ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου ήταν Προϊστάμενος Ασυρματιστής στο κρουαζιερόπλοιο «Ωκεανός», που ναυάγησε στις θάλασσες της Νότιας Αφρικής.
***Ζητώ συγγνώμη για το «εγώ». Ήταν αυτό που με είχε κάνει να σιωπήσω όλα τούτα τα χρόνια. Όμως οι καθαρές ιστορίες επιτάσσουν μερικές φορές, για χάρη της αλήθειας, να υπερβαίνουμε ακόμη και τις αρχές μας. Ειδικά τώρα, που η επίθεση των κυβερνήσεων, της εργοδοσίας και των υποχθόνιων κέντρων της δημοσιογραφίας, εναντίον των εργαζόμενων όλου του κόσμου, έχει πάρει κακουργηματικές διαστάσεις.
**** Οδυσσέας Ελύτης.
Σημείωση: Παρακαλώ τους ιταλομαθείς φίλους να μεταφράσουν το παραπάνω κείμενο και να το στείλουν στα ιταλικά blogs. Θα ήταν ένα ελάχιστο δείγμα συμπαράστασης στους αφανείς ήρωες ναυτεργάτες του Costa Concordia.
Παρώρεια Αρκαδίας, 31 Ιανουαρίου 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)